Saturday, September 29, 2007

Νέος Σταθμός.





Νέος σταθμός στο συνεχώς εμπλουτιζόμενο δρομολόγιο των αγαπημένων μας μπλογκ.



Μαντεύετε ποιός ;







Sunday, September 9, 2007

Τηλεόραση 09/09 - 15/09/2007

Κυριακή 09/09:

Διπλός Garry Marshall σήμερα στην ΤιΒι, με δύο μετριότατες ταινίες. Για όσους επιμένουν, Beaches (1988) στη 01:00 στη ΝΕΤ και Frankie and Johnny (1991) στις 02:30 στο STAR.


Δευτέρα 10/09:

Abril Despedaçado (Behind the Sun) (2001), του Walter Salles. 01:15, ALPHA, διάρκεια 105’.
Μια πραγματική έκπληξη από τον
ALPHA η προβολή αυτού του εξαιρετικού βραζιλιάνικου δράματος που πιστεύουμε πως κρατάει μια θέση ανάμεσα στα σπουδαιότερα φιλμ της δεκαετίας που διανύουμε. Τεχνική αρτιότητα που σπάνια συναντάει κανείς, προσωπικό βλέμμα από έναν ικανότατο σκηνοθέτη που βρέθηκε (κι αυτός) να αναλώνεται σε (όχι άσχημα αλλά) ασήμαντα ταινιάκια (The Motorcycle Diaries, Dark Water). Μια ιστορία ρουτίνας για τον βραζιλιάνο Βάλτερ Σάλες, που όμως κρύβει τόση εσωτερικότητα, έναν δραματουργικό πυρήνα βαθιά χωμένο και συμπυκνωμένο ως προς το μεγαλείο της τραγικότητάς του). Όταν ο μεγαλύτερος αδερφός του βρίσκεται σκοτωμένος, το μεσαίο παιδί μιας βραζιλιάνικης οικογένειας είναι υποχρεωμένο να εκδικηθεί για τον θάνατό του. Η επίγνωση ότι κάτι τέτοιο σημαίνει και τον δικό του θάνατο, καθώς οι βεντέτες τελειώνουν όταν τελειώσουν όλα τα ενήλικα μέλη των αντίπαλων οικογενειών, ανοίγει έναν κύκλο αμφιβολιών, ένα δίλημμα τραγικό (η παλιά γενιά και άποψη που προστάζει εκδίκηση αψηφώντας τον θάνατο που έρχεται αλυσιδωτά, αφήνει την θέση της στη νεότερη, εμποτισμένη από τον φόβο του ίδιου του θανάτου, παραμερίζοντας την επικρατούσα ηθική αξία, αδιαφορώντας για την ατίμωση και αναζητώντας μια ζωή μεγαλύτερη σε διάρκεια και ομαλότερη. Η δουλειά στα επιμέρους και κυρίως στη φωτογραφία είναι εκπληκτική και ο υπέροχος (από κάθε άποψη) Ροντρίγκο Σαντόρο μας συστήνεται εδώ αφήνοντας υποσχέσεις που ελπίζουμε να κρατήσει.
Προς Θεού, αγοράστε αυτό το αριστούργημα σε δισκάκι που κοστίζει 5 ευρώ και αγνοήστε την ελληνική κόπια για πολλούς και διάφορους λόγους... Γλιτώσαμε την μεταγλώττιση, αλλά όχι και το πετσόκομα σε 4:3…

Επίσης θα δω σίγουρα το τουρκικό Hejar (2002), που δεν έχω δει, στην ΕΤ1, 01:30 και διάρκεια 120’.


Τρίτη 12/09:

Andrei Rublev (1969), του Andrei Tarkovsky. 22:30, Βουλή, διάρκεια 180’.
Παρότι η Βουλή έχει μια πολύ καλή κόπια, δεν γίνεται να αγνοήσουμε το δισκάκι της
Criterion Collection όταν μιλάμε για μια από τις σημαντικότερες ταινίες του παγκοσμίου σινεμά. Στο κάτω κάτω μια τρίωρη ταινία εγγραφή από την τηλεόραση δεν είναι τόσο καλή ιδέα...

Cecil B. DeMented (2000), του John Waters. 01:45, STAR, διάρκεια 88’.
Και γαμώ το Χόλιγουντ δηλαδή, από τον πάντα κεφάτο Τζον Γουότερς, που παραμένει μεγάλος διάολος, σατιρίζοντας (μέχρις εσχάτων) εδώ τον μηχανισμό που ποτέ δεν υπηρέτησε. Διάσημη σταρ του Χόλιγουντ απάγεται από τον σκηνοθέτη του τίτλου που την υποχρεώνει να παίξει στο ιδεολογικά ακραίο φιλμ που σχεδιάζει, καταφέρνοντας τελικά να της μεταδώσει τις μάλλον αναρχικές ιδέες του. Ο χαμός ο ίδιος, γέλιο μέχρι δακρύων και αναφορά στο σινεμά για τους λάτρεις που θα χάσουν το μέτρημα. Συμπαθή δισκάκια με 5-6 ευρώ κάπου εκεί έξω.


Τετάρτη 13/09:

New York Stories (1989), των Woody Allen, Francis Ford Coppola, Martin Scorsese. 20:30, ΕΤ1, διάρκεια 118’.
3 καλά ταινιάκια με κοινό άξονα τη Νέα Υόρκη, αρκετά άνισα ως συνήθως. Πολύ καλό του Σκορσέζε, αρκετά συμπαθές του Άλεν, παραφωνία το κομμάτι του Κόπολα.
DVD με εγγραφή από την ΕΤ1, ούτε ο Σκορσέζε δεν θα καταλάβει την διαφορά!

Intolerance: Love's Struggle Throughout the Ages (1916), του D.W. Griffith. 22:30, Βουλή, διάρκεια 123’.
Διάφορα δισκάκια από 10-14 δολλάρια, αφού δεν ξέρω κάτι για την κόπια της Βουλής.




Family Viewing (1987), του Atom Egoyan. 01:00, ΝΕΤ, διάρκεια 86’.
Ο πάντα καλός Εγκογιάν και το υπαρξιακό σινεμά που διατηρεί μέχρι σήμερα η πρόταση της ΝΕΤ για το βράδυ της Τετάρτης.


Παρασκευή 14/09:

The Sixth Sense (1999), του M. Night Shyamalan. 21:00, STAR, διάρκεια 107’.

Unbreakable (2000), του M. Night Shyamalan. 23:00, ΝΕΤ, διάρκεια 106’.


Σάββατο 15/09:

Heat (1995), του Michael Mann. 21:00, ALTER, διάρκεια 171’.
Ό,τι κι αν γράψω για αυτό το αριστούργημα (ίσως την καλύτερη αστυνομική ταινία εδώ και 20 τουλάχιστον χρόνια) μετά το κείμενο του Ηλία, θα είναι αστείο. Απλώς ξεχνάτε την εγγραφή, αφού με 7 ευρώ έχετε ένα διπλό ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
DVD.



Lost in La Mancha (2002), των Keith Fulton, Louis Pepe. 00:30, ΕΤ3, διάρκεια 93’.


Saturday, September 8, 2007

Killing is his compulsion, but Zodiac is theirs....




Ξεκαθαρίζω από την αρχή πως ό,τι ακολουθεί δεν είναι μία παρουσίαση ή ανάλυση της ταινίας. Τα καταφέρανε περίφημα με την ξεχωριστή τους ματιά ο Ηλίας και ο Θοδωρής. Παρακάτω θα μιλήσω μόνο για μία από τις (πολλές) πλευρές του Zodiac, όπως την αντιλήφθηκα εγώ.

Για μια από τις πιο γεμάτες εμπειρίες που είχα ποτέ σε σκοτεινή αίθουσα, ο Fincher είναι ο ένας και μοναδικός υπεύθυνος. Το πρώτο πράγμα που θα μου έρχεται στο μυαλό από εδώ και πέρα όταν κάποιος αναφέρει το Zodiac είναι ότι πρόκειται για μία τόσο «σκηνοθετημένη» ταινία. Κάθε πλάνο μοιάζει σχεδιασμένο στην εντέλεια, ακόμα και μέσα στην καταιγιστική διαδοχή τους. Η κάμερα κινείται με γεωμετρική ακρίβεια (θυμηθείτε και το Birth, πάλι με τον Σαββίδη στη φωτογραφία), ο σκηνοθέτης μοιάζει να έχει πλήρως τον έλεγχο του ρυθμού και οι δυόμιση ώρες κυλούν σα νερό παρά τον πληροφοριακό όγκο (άλλη μια βασική ομοιότητα με το All The Presidents Men). Και αν η ταινία αγγίζει αφηγηματικά την τελειότητα, το οφείλει στο ότι είναι απόρροια μιας ψυχοφθόρας εμμονής.

Obsession θα ήταν ένας άκρως ταιριαστός εναλλακτικός τίτλος. Εμμονή, πάθος, ψύχωση. Οδηγεί τον διαβόητο δολοφόνο στο έργο του. Οδηγεί έναν δημοσιογράφο, έναν αστυνομικό και έναν φιλόδοξο (;) καρτουνίστα στο κυνήγι αυτού και τελικά σε μια αυτοκαταστροφική πορεία χωρίς δυνατότητα διαφυγής. Και το σημαντικότερο, οδηγεί έναν σκηνοθέτη σε μια δημιουργική δίνη, σε ένα τερματικό σημείο όπου όλο το ταλέντο, η ευφυΐα και η μαγκιά του συγκεντρώνονται και εκρήγνυνται για να λυτρώσουν τελικά τον ίδιο. Γνωρίζουμε ότι ο Fincher ήταν παιδί όταν η υπόθεση Zodiac ξέσπασε. Ένιωσε την απειλή από (σχεδόν, για να μην υπερβάλλω) πρώτο χέρι και μεγαλώνοντας είχε πάντα την ιστορία του μέσα στο μυαλό του. Από τη στιγμή που έγινε σκηνοθέτης, ήξερε ότι αυτή ήταν η μία ταινία την οποία ήταν προορισμένος να φέρει οπωσδήποτε σε πέρας. Η εμμονή του τροφοδοτούνταν διαρκώς με τις συνεχείς έρευνες, την μελέτη των βιβλίων του Robert Graysmith και το διαχρονικό μύθο του Zodiac που μοιραία εξελίχτηκε σε θρύλο λόγω του ανεξιχνίαστου της ταυτότητάς του. Ακόμα και το Seven, μια από τις σημαντικότερες ταινίες της περασμένης δεκαετίας, μοιάζει πλέον σαν μια απλή άσκηση στα χωράφια της πραγματικής ιστορίας που βρισκόταν στο μυαλό και την ψυχή του αμερικανού σκηνοθέτη.

Και όταν αποφάσισε ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου (παραδόξως μετά την μετριότερη ταινία της καριέρας του – λέγε με Panic Room), δεν πήγε ούτε στιγμή να ξεγελάσει τον εαυτό του ότι το εγχείρημα θα ήταν εύκολο. Με τόλμη, χωρίς φόβο και περιττούς δισταγμούς, βούτηξε στα βαθιά. Το κυνήγι του Zodiac και της αποκάλυψης του έγινε δικός του στόχος. Είναι σίγουρο ότι ο Graysmith του Jake Gyllenhaal είναι το alter ego του σκηνοθέτη. Δεν έχει σημασία που στην πορεία εμφανίστηκαν τόσα εμπόδια και που πολλά που έμοιαζαν να κρατούν τους δύο άντρες έχασαν το νόημά τους. Δεν έχει σημασία που ακόμα και ο ίδιος ο στόχος έφτασε να μοιάζει ανούσιος. Σε μια σκηνή, ο Gyllenhaal απαντάει στις πιεστικές ερωτήσεις της Sevigny ότι το μόνο που θέλει είναι να βρει τον δολοφόνο και να σταθεί μπροστά του. Και όταν πράγματι θα το καταφέρει αυτό (ή μήπως όχι;), η φθορά και η εσωτερική του διάβρωση έχουν μετατραπεί σε αξεπέραστο σκόπελο. Σε μια αξέχαστη σκηνή, ο Fincher θα αποτυπώσει με χειρουργική ακρίβεια την ματαιότητα τούτου του κόσμου, όπως τον θέτουν σε κίνηση οι ανθρώπινες εμμονές. Ταυτόχρονα, θα οδηγήσει την Τέχνη του στην κορύφωσή της παίζοντας αφενός με την ψυχολογία του θεατή, τις προσδοκίες του και την ψυχωτική ταύτισή του με τους επί της οθόνης ήρωες, αφετέρου φτάνοντας στη συγκινητική αυτό-συνειδητοποίηση ότι το ταξίδι και οι συνέπειές του είναι όσα τελικά θα μείνουν. Και εκεί ένα μόνο βλέμμα είναι αρκετό.

Υ.Γ. Ό,τι και να πω θα είναι λίγο για την ερμηνευτική τριάδα. Ο Mark Ruffalo κορυφαίος όλων – μόνο και μόνο για τη σκηνή που θέλοντας να φάει το σάντουιτς του συναδέλφου του, θα βγάλει την ντομάτα και θα την αφήσει στο πιάτο. Μικρή λεπτομέρεια, αλλά από εκείνες που κάνουν έναν κινηματογραφικό χαρακτήρα ανθρώπινο, πλούσιο, ιδιοσυγκρασιακό και ενδεικτική της συνολικής δουλειάς του ηθοποιού. Ο Robert Downey Jr. είναι απλά απολαυστικός με τις πάντα τολμηρές επιλογές του. Ο Jake Gyllenhaal στηρίζεται στην εμπειρία του (παρά την ηλικία του) και στο γεγονός ότι ο ρόλος ταιριάζει γάντι στη φάτσα και στο DNA του!



Αχιλλέας Παπακωνσταντής


Wednesday, September 5, 2007

Do you like Cinema?


Λίγο πριν το πολυαναμενόμενο κλείσιμο της τριλογίας της.μητέρας, ο Dario Argento ανέλαβε για λογαριασμό της RAI τη δημιουργία μιας μικρότερης σε διαστάσεις και φιλοδοξίες ταινίας. Και χρησιμοποιώντας το μέσο της τηλεόρασης, ο πανέξυπνος δημιουργός επέλεξε να χειριστεί ένα θέμα εκ φύσεως, εκ τίτλου και τελικά εξ ολοκλήρου κινηματογραφικό.

Είναι γεγονός ότι με το Il Cartaio, ο Argento μας αιφνιδίασε. Αναίμακτος και με παντελή απουσία στυλιζαρίσματος, επέλεξε να παίξει με τραχιά φωτογραφία και μοντέρνα κινηματογράφηση για να δικαιωθεί, όμως, εμπορικά εν τέλει. Μοιραία λοιπόν το Do You Like Hitchcock? θα αποτελούσε ένα κρίσιμο σημείο για την πορεία του αγαπημένου δημιουργού. Έχοντας κατά νου ότι έφτιαξε ένα έργο απευθυνόμενο καταρχήν στο τηλεοπτικό κοινό, είναι φανερό ότι επιλέγει την μέση οδό. Βλέπεις και εδώ το μοντέρνο πρόσωπο του Xαρτοπαίκτη, αλλά οι φανατικοί οπαδοί θα απολαύσουν έναν φόνο βγαλμένο από την νοσηρότητα παλιότερων ταινιών, ενώ η κάμερα θα βουτήξει ουκ ολίγες φορές στο αρτζεντικό σύμπαν του στυλ και της κατάφωρης επιβολής της φόρμας κόντρα στην ουσία. Προσέξτε το σαδιστικό τρόπο με τον οποίο η κάμερα ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες της πολυκατοικίας του κεντρικού ήρωα, με μια σχεδόν δαιμονική ρευστότητα, και κάντε την αντιστοιχία με την κλασική σκηνή έξω από το κτίριο με τα κατεβασμένα παντζούρια στο Tenebre. Και αν ξεπεράσεις το σοκ της ιεροσυλίας με τον δολοφόνο να φοράει άσπρα (!!!) γάντια, δύσκολα θα δείξεις επιείκεια στη γενικότερη προχειρότητα με την οποία έχει στηθεί η παραγωγή, από την τηλεοπτική φωτογραφία ως τις κάκιστες ερμηνείες (αν και αυτό μόνο πρωτοφανές δεν είναι στη φιλμογραφία του Ιταλού).

Και ενώ στο τέλος είχα την αίσθηση ότι μόλις παρακολούθησα την ταινία ενός νεαρού οπαδού / μαθητή του Argento, ομολογώ ότι το καταδιασκέδασα. Ποια η πηγή της απόλαυσής μου; Μα, οι συνεχείς αναφορές στον ίδιο τον κινηματογράφο που μετέτρεψαν στα μάτια μου το Do You Like Hitchcock? σε ένα ξεδιάντροπα σινεφιλικό παιχνίδι. Σε μια εποχή που η συζήτηση γύρω από το δόγμα Τέχνη για την Τέχνη έχει σταματήσει να προκαλεί έντονους διαξιφισμούς, το Σινεμά για το Σινεμά και, κυρίως, οι διάφορες μορφές εκδήλωσής του αποτελούν ακόμα για πολλούς αμφισβητήσιμη μέθοδο καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ο κινηματογράφος ως τέχνη οφείλει πολλά για τη δημοτικότητά του σε ένα βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, τουλάχιστον από τη στιγμή που οι άνθρωποι οργανώθηκαν σε κοινωνίες και βρέθηκαν σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Την περιέργεια. Και στον κόσμο των εικόνων, την ηδονοβλεψία. Και το σινεμά προσφέρει ακριβώς αυτό, σε ένα δελεαστικό απενεχοποιημένο πακέτο.

Ο κινηματογράφος είναι ένα παράθυρο για τον κόσμο. Μπορούμε μέσα από το μάτι της κάμερας να έρθουμε σε επαφή με ανθρώπους στην άλλη πλευρά του πλανήτη. Ωστόσο, αυτό που θα μας κινεί πάντα το ενδιαφέρον είναι οι ιστορίες της διπλανής πόρτας. Και σε όλους μας κυριαρχεί κάπου - κάπου εκείνο το υποσυνείδητο κομμάτι του εαυτού μας που θέλει να ξέρει τα πάντα γύρω από την ιδιωτική ζωή των διπλανών μας. Ίσως σαν υποκατάστατο για τη δική μας ζωή. Και για όσα λείπουν από αυτήν. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του κινηματογράφου διάλεξε ο Alfred Hitchcock για να σχολιάσει την τέχνη του και για να «παίξει» με τη ψυχολογία του θεατή στο Rear Window, ίσως την πιο ξεκάθαρη περίπτωση που ο μαέστρος υπηρέτησε το δόγμα Σινεμά για το Σινεμά.

Ακολουθώντας ακριβώς την ίδια λογική, όλες οι ταινίες που έκαναν θέμα τους κάποια από τις βασικές ιδιότητες της κινηματογραφικής τέχνης, κινούνται περίπου στο ίδιο πλαίσιο, υπηρετούν παρόμοιους στόχους. Έτσι π.χ., έχοντας ήδη αντιληφθεί τη στενή σχέση των ονείρων με το σινεμά (και τα δυο λειτουργούν με εικόνες), ο Δρ. Καλιγκάρι αποτελεί (ανάμεσα στα άλλα) μια ταινία με μόνιμη αυτοαναφορική διάθεση, απέναντι στο ίδιο το σινεμά. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Woody Allen θα φτιάξει με το The Purple Rose of Cairo μια συγκινητική κατάθεση πίστης στη δύναμη του κινηματογράφου, στηριζόμενος και αυτός στη δύναμη του ονείρου, της φαντασίας, του ανθρώπινου μυαλού. Δύσκολα κάποιος κινηματογραφόφιλος θα διαφωνήσει για την αξία αυτών των εγχειρημάτων, μιας και πρόκειται για έργα των οποίων οι μηχανισμοί ταυτίζονται (τόσο στη φόρμα όσο και ως θέμα) με εκείνους ολόκληρου του σινεμά ως αυτόνομης τέχνης. Τι γίνεται όμως με εκείνες τις ταινίες που απλά «χρησιμοποιούν» τον κινηματογράφο, χωρίς να προχωρούν βαθύτερα στην κατανόηση των λειτουργιών του;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Ονειροπόλοι του Bernardo Bertolucci (προσέξτε όμως τον τίτλο!!). Ένα συνεχές αράδιασμα κινηματογραφικών πληροφοριών που κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως μια στυγνή εκμετάλλευση του σινεμά και της αγάπης των φανατικών θεατών για αυτό. Όσο κατανοητό και αν μου μοιάζει αυτό, δε θα αρνηθώ ότι και εδώ διασκέδασα με τη ψυχή μου. Ναι, μοιάζει σαν μια τελετή αυτοϊκανοποίησης στην οποία ο σκηνοθέτης καλεί τους ενημερωμένους (και όσους απλώς λαχταρούν να μάθουν) σινεφίλ, ωστόσο ο κινηματογράφος είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας. Για κάποιους είναι ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της, και μοιραία το σινεμά θα βρεθεί, και για λόγους απαραίτητους για την επιβίωσή της ως τέχνης μέσα στο χρόνο, να αντλεί θέματα από τον ίδιο του τον εαυτό και να αναγεννάται μέσα από τους μύθους που το ίδιο έφερε στη ζωή (τρανή απόδειξη η περίπτωση Quentin Tarantino, και ειδικότερα, Kill Bill). Κάτι τέτοιο άλλωστε μοιάζει εντελώς φυσικό για τις άλλες τέχνες (ακραίο παράδειγμα, αλλά όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι ξεκίνησαν και έθεσαν τις βάσεις του έργου τους πάνω στα δημιουργήματα παλαιότερων - μπορεί κανείς να διακρίνει το αντίστοιχο στον κινηματογράφο με την Nouvelle Vague στη Γαλλία).

Έτσι λοιπόν, ο Argento θα φτιάξει μια ταινία καθαρά για το σινεμά. Θα βάλει στον τίτλο του το όνομα του Hitchcock, θα βάλει τον κεντρικό ήρωα να μελετάει τα κινήματα μέσα στον κινηματογράφο, θα πετάξει παντού αφίσες ταινιών, θα στήσει σε ένα videoclub σημαντικές σκηνές, και προχωρώντας παραπέρα θα μιλήσει για την ηδονοβλεπτική λειτουργία του κινηματογράφου και θα μελετήσει τη θέση του θεατή, θολώνοντας συχνά στο μυαλό του τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Όλα αυτά κάνουν το Do You Like Hitchcock? σημαντική ταινία; Όχι, αλλά είναι τα μόνα που καθιστούν τη θέασή του ενδιαφέρουσα ενώ μια πιο προσεγμένη και πολυεπίπεδη ταινία δε θα έχανε τίποτα από την ποιότητά της εξαιτίας αυτών των αναφορών, το αντίθετο θα έλεγα. Αν το σινεμά είναι ένα παράθυρο στον κόσμο, τότε... Μπα, θα αφήσω την εικόνα να μιλήσει. Κάπως έτσι...




Αχιλλέας Παπακωνσταντής