Friday, February 22, 2008

Περί μοιραίων καταλήξεων μιλώντας...

I took a plane
I took a train
(Ah, who cares, you always end up in the city)


Tuesday, February 19, 2008

In the Mood for Love (2000), του Wong Kar-Wai.


Τι
είναι η ερωτική επιθυμία; Κι αν μπορέσουμε να την προσδιορίσουμε, εστιάζοντας σαρκικά είτε εγκεφαλικά, πόσο αυτή είναι ικανή να αντικαταστήσει την ερωτική πράξη αυτή καθαυτή; Πόση αντλούμε ικανοποίηση από την επίγνωση της αποτελεσματικής αύρας μας στον άλλο; Με την "Ερωτική επιθυμία" η δραματουργική αλλά και ουσιαστική δύναμη του φιλμ κρύβεται στον τίτλο του, δίνοντας εδώ αρχή, μέση και τέλος, και διατηρώντας το αβαντάζ του αιφνιδιασμού (που χρησιμοποιεί κιόλας τελικώς) με την ίδια την ομαλότητα και γραμμικότητά του. Η ερωτική επιθυμία δεν προχώρησε παρακάτω, έμεινε εκουσίως τέτοια, επειδή ο ενδιαφερόμενος αρκέστηκε απλώς στο να την προκαλέσει ή ακούσια, απομεινάρι απόρριψης, μονόδρομου ενδιαφέροντος και απολύτως ελαστικής κρούσης συναισθημάτων; Σε ένα χτίσιμο χαρακτήρων (στέρεα δομημένων στην εντέλεια πλην όμως των ασαφών επιθυμιών τους) που σχετίζονται τόσο άμεσα, ο Καρ Γουάι αρπάζει την ευκαιρία και μας αρνείται πότε το πρώτο και πότε το δεύτερο, κρατώντας απαντήσεις και δημιουργώντας αμφιβολίες εναλλάξ.

Στο Χονγκ Κονγκ των αρχών του '60 δύο ζευγάρια, άγνωστα μεταξύ τους, νοικιάζουν διπλανά δωμάτια και μετακομίζουν την ίδια μέρα. Στο ένα η κυρία Τσαν με τον άντρα της και στο άλλο, ο κύριος Τσόου με την γυναίκα του. Λίγο καιρό μετά οι δυο τους θα αντιληφθούν ότι οι σύζυγοί τους έχουν σχέση και, με κοινή την μοιχεία που υπέστησαν, αρχίζουν να συναντιώνται συχνότερα και μόνοι, πνίγοντας την θλίψη στην παρέα ο ένας του άλλου.

Η Ερωτική Επιθυμία του Καρ Γουάι είναι ένα γνήσιο μελόδραμα, με δομή τόσο κλασική όσο τα θεμελιώδη για το είδος χολυγουντιανά αριστουργήματα του Σερκ και των κινηματογραφικών συνοδοιπόρων του. Εκτός αυτού, 50 έτη (σε χρόνο κινηματογραφικό) και μια αιωνιότητα μετά (σε χρόνο πραγματικό) αφηγείται την ίδια και απαράλλακτη ιστορία έρωτα αλλά με δυναμική καταρρακωμένη από την αλόγιστη χρήση, που κρύβει μια λέξη μασημένη αδέξια, χτυπημένη και εν τέλει τσακισμένη στις λάγνες ορέξεις διαφημιστών, τηλεορασάκηδων, βαλεντίνων και εφήβων που βιάζονται να μεγαλώσουν. O σπουδαίος Καρ Γουάι των, με μαθηματική ακρίβεια, αριστουργημάτων όπως Happy Together και Chungking Express, δέχεται το στοίχημα που ο ίδιος βάζει (με τις εις βάρος του πιθανότητες) να αφηγηθεί αυτή την καθημερινή, οικουμενική και διαχρονική όσο η ανθρωπότητα ιστορία και σαν να μην έφτανε αυτό, διαλέγει να το κάνει με τρόπο κλασικό, μη αποφεύγοντας τις συγκρίσεις, αλλά προκαλώντας τις καθώς δεν περνά ούτε δίπλα από τις αναδιαρθρώσεις που υπέστη κινηματογραφικά, από την κωμωδία ως την επιστημονική φαντασία και από τα χέρια σχεδόν όλων των δημιουργών του παγκόσμιου σινεμά. Άλλωστε, ο ίδιος ο Καρ Γουάι αποτελεί εδώ και χρόνια εγγύηση σχεδόν ατράνταχτη για αποτέλεσμα αριστουργηματικό (θα εξαιρούσα την τελευταία του δημιουργία, με πραγματικό κίνδυνο της ζωής μου από έναν δυο φίλους φανατικούς του φιλμ), τόσο αισθητικά όσο και στην ουσία του σινεμά αλλά και των τεχνών εν γένει, δηλαδή συναισθηματικά, στο κέντρο της καρδιάς του θεατή, στο κέντρο του μνημονικού του, στις βαθιές αναμνήσεις του που ενεργοποιούν τους μηχανισμούς για να αγαπήσει το έργο της τέχνης του, στην σπανίως τέλεια αναλογία και αντιστοιχία μυαλού και καρδιάς.

Σε πρώτο επίπεδο, κατανοεί βαθιά τους χαρακτήρες του, δυο ανθρώπους που κρατάνε κρυφό μέσα τους έναν ανεκπλήρωτο πλην παράνομο έρωτα, κλεισμένο καλά υπό τον φόβο του καθωσπρεπισμού. Ο ερωτας που γεννιέται μπροστά στα μάτια μας δείχνει καταδικασμένος, τόσο από το συντηρητικό κλίμα που αποπνέει ο κοινωνικός περίγυρος που πειστικά μας χτίζει (με τρόπο θαυμαστά εσωτερικό) ο Καρ Γουάι, όσο και από τις ίδιες τις αδικαιολόγητες ενοχές που πνίγουν κάθε κίνηση και κάθε σκέψη του πρωταγωνιστικού ζευγαριού. Σε μια συγκλονιστική σεκάνς, θα υποδυθούν τους συζύγους τους (ο ένας του άλλου), άραγε για να μοιράσουν την θλίψη τους εξίσου ή να ταλαιπωρήσουν τον εαυτό τους λίγο παραπάνω συνειδητοποιώντας την απιστία αυτή πιο άμεσα; Μήπως για να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο, απαλλαγμένοι για πρώτη φορά από τις ενοχές; Η κυρία Τσαν γίνεται κυρία Τσοόυ και ο κύριος Τσόου γίνεται κύριος Τσαν που μέσα στο μικρό θεατρικό τους παραλήρημα μοιράζουν τις ευθύνες για να καταλήξουν θριαμβευτικά "ποτέ δεν θα γίνουμε σαν αυτούς" (σε αριθμό πληθυντικό που πιστοποιεί τρόπον τινά την ένωσή τους, την αρχή μιας σχέσης καταδικασμένης να ζει και να υπάρχει μέσα σε έναν κυκεώνα παραλογισμού, αμφισβήτησης και αυτολογοκρισίας που γέννησε η ρυπογόνα εγκράτεια του καθωσπρεπισμού, αλλά ίσως και εξιδανικεύοντας ο ένας την εικόνα του άλλου, με αυτό το υποβλητικό και προστακτικό "δεν θα γίνουμε" που δεν αφήνει περιθώριο, το δίχως άλλο).

Ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο ζευγάρι, ιδιοφυώς καδράροντάς το πίσω από τοίχους, γωνίες και μεγάλα αντικείμενα σε γκρο πλάνα αφήνοντάς τους στη σιγουριά του φόντου, ο Καρ Γουάι ακουμπάει συναισθήματα που μετά βίας χωράνε σε μια ματιά, ένα απαλό χάδι, ένα λίκνισμα σε αργή κίνηση. Η Τσενγκ κινείται με απαράμιλλη χάρη παρά την ασφυκτικά στενή γκαρνταρόμπα της, κουρδίζοντας ρυθμικά τα αφόρητα αισθησιακά της βήματα τέλεια με την αργή κίνηση που λατρεύει ο Καρ Γουάι, έτσι απλά για να δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι μεταχειρίζεται τον χρόνο κατά βούληση, κυλώντας τον πότε αργά και πότε πιο γρήγορα, αρπάζοντας παιχνιδιάρικα στιγμές που ολοκληρωτικά ανήκουν στους ήρωές του. Ο ίδιος όμως κάθε άλλο παρά νικάει τον χρόνο, του παραδίνεται ολοκληρωτικά σηκώνοντας τα χέρια ψηλά στο πέρασμά του. Δρώντας με οριοθετημένη χρονική αλλά και χωρική αοριστία, ο Καρ Γουάι μας κινεί ανάμεσα στα στάδια της μη-σχέσης των ηρώων, με μόνη ένδειξη για το (πάντα απροσδιόριστο) πέρασμα του χρόνου τις συνεχείς εναλλαγές στα φορέματα, την καταπίεση που εντείνεται κάθε (κινηματογραφικό) λεπτό παραμένοντας πάντα σοφά υπόγεια και το συνεχές καρδάρισμα ρολογιών. Όταν η κάμερα συλλαμβάνει την Τσενγκ σκεφτική κάτω από ένα ρολόι, ο ίδιος ο δημιουργός διαλέγει να πνιγεί από τον χρόνο. Πόση ώρα είναι εκεί; Πόσο διαρκεί αυτή της η περισυλλογή; Τι γινόταν πιο πριν και τι θα γίνει μετά, όταν το πλάνο χαθεί στη δίνη της επόμενης σεκάνς;

Με τον ίδιο τρόπο, αφαιρώντας δηλαδή αφηγηματικά και κατά συνέπεια προσθέτοντας δραματουργικά, λειτουργεί ολόκληρο αυτό το σπουδαίο φιλμ. Εκεί που ο Τζουντ Λο στο My Blueberry Nights καθαρίζει ένα θολωμένο τζάμι αποκαθιστώντας την επικοινωνία και προσφέροντας έναν καλό φίλο στην Νόρα Τζόουνς, στην "Ερωτική Επιθυμία" οι ήρωες μένουν μετέωροι να κοιτούν τον κόσμο αποκλειστικά μέσα από θολωμένα, βρεγμένα και βρώμικα τζάμια, από γωνίες με οπτικό πεδίο περιορισμένο, αδύναμοι να επικοινωνήσουν "καθαρά", κάτι που τους βυθίζει όλο και περισσότερο στις τύψεις τους. Ξανά, εκεί που οι προηγούμενες ταινίες του Καρ Γουάι λειτουργούσαν πάνω στη διασταύρωση ιστοριών και χαρακτήρων, η "Ερωτική Επιθυμία" δεν είναι παρά το σύμπαν δύο ιστοριών που πορεύονται παράλληλα μην αφήνοντας περιθώρια για την ύπαρξη σημείου τομής: Όταν ο Τσόου θα επιστρέψει αποφασισμένος να συναντήσει την Τσαν, ο Καρ Γουάι θα στερήσει και την τελευταία καθαρή ανάσα στους ήρωες και τους θεατές του, μη επιτρέποντας αυτή την συνάντηση, με τρόπο πραγματικά σπαρακτικό. Το μόνο που τελικά μένει στους ήρωες είναι αυτή η ανάμνηση και νοσταλγία, για όσα όμως δεν έζησαν στην πραγματικότητα.

Και στο αποκορύφωμα των καλά κρυμμένων μυστικών και των ολότελα προσωπικών στιγμών που αφήνει ο Καρ Γουάι στους ήρωες-παιδιά του, o Τσόου είναι έτοιμος να ξεχάσει. Όμως για ποιον λόγο; Ποια λύτρωση θα βρει στη λήθη του; Την δυνατότητα να ξεχάσει ανάμεσα στα καλά κι όσα τον πόνεσαν ή την δυνατότητα να ανακαλύψει ξανά όσα αγάπησε; Όπως και να 'χει, θα ψιθυρίσει το δικό του μυστικό, για πρώτη φορά τόσο φανερά κρυφό, στα χαλάσματα του Άνγκορ και η "Ερωτική Επιθυμία" θα κορυφώσει, κλείνοντάς μας το μάτι για τελευταία φορά, σε ένα ύστερο παιχνίδι με τον χρόνο, παραδίδοντας τον έρωτα αυτό στην επίγεια αιωνιότητα.