
Προς το τέλος του 'AFTER HOURS', ο Πωλ λέει: «Το μόνο που θέλω είναι να ζήσω.». Μια ατάκα που συνοψίζει τον μέγιστο ίσως προβληματισμό, αλλά και την διαρκή αγωνία του Martin Scorsese. Τις ενοχές που ο καθολικισμός του φόρτωσε, παιδί ακόμα, ως ένα ακόμη βάρος που δύσκολα ξεχώριζε από το άσθμα από το οποίο υπέφερε. Τι επιζητά ο σκορσεζικός ήρωας; Την ελευθερία. Ελευθερία της επιλογής κατά πρώτο λόγο. Αυτό μας έμαθαν ότι ξεχωρίζει τον άνθρωπο ως ον, και δη τον ελεύθερο άνθρωπο. Η δυνατότητα της επιλογής του δρόμου που θα ακολουθήσουμε. Αυτό μας έμαθαν γιατί αυτό τους βολεύει να πιστεύουμε. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Ο Billy Costigan και ο Collin Sullivan θέλουν απλά να ζήσουν. Από μικρά παιδιά όμως έχουν γνωρίσει την αλήθεια. Η ελευθερία της επιλογής δεν είναι παρά μία ψευδαίσθηση. Είναι αλήθεια ότι εμείς οι ίδιοι πατάμε τη σκανδάλη, αλλά μόνο επειδή όλο το βάρος του κόσμου πιέζει το δάχτυλό μας. Το μόνο που μένει αναμφισβήτητα για μας είναι το φορτίο που ακολουθεί. Ποιοι παράγοντες όμως καθορίζουν την πορεία μας;
Ο Scorsese, έχοντας διεισδύσει ουκ ολίγες φορές στα ενδότερα της αντρικής ψυχής, γνωρίζει καλά το ρόλο που ο άντρας επωμίζεται από μικρό παιδί κιόλας. Το περιβάλλον ορίζει την ύπαρξή του, τις φιλοδοξίες που επιτρέπεται να έχει κ
αι τους σκοπούς που οφείλει να υπηρετήσει. Σε ένα πρώτο εικοσάλεπτο σκηνοθετικού παροξυσμού, τα πιόνια στήνονται. Ο ένας μοίρασε τον εαυτό του στα δύο αναζητώντας καταφύγιο από τη βία (όχι πάντα σωματική) που ξεδιπλωνόταν μπροστά του. Ο άλλος ενηλικιώθηκε απότομα, μόνο και μόνο για να αφήσει την ευάλωτη ορφάνια του και να κουλουριαστεί στο ασφαλές καταφύγιο που βρέθηκε (μοιραία;) στο δρόμο του. 'War is just a shot away' προειδοποιούν Costello και αστυνομία, προσφέροντας την ανθρωποφάγα αγκαλιά τους στους μοναχικούς ήρωες.
Αμφότεροι αποδέχονται. Γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Από εδώ και πέρα γίνεται προφανές, ό,τι ίσχυε από τη στιγμή που οι δυο τους ήρθαν σε αυτόν τον κόσμο. Οι ζωές τους ακολουθούν παράλληλη τροχιά. Γεννήθηκαν στη βία, ανατράφηκαν μέσα της, ανδρώθηκαν μέσω αυτής. Το τέρμα είναι προαποφασισμένο από την εκκίνηση κιόλας. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλο. Με το αιματηρά λυτρωτικό του φινάλε, το Departed δεν απονέμει δικαιοσύνη, όπως βιάστηκαν πολλοί να το κατηγορήσουν στριμώχνοντάς το στις συμβάσεις μιας τυπικής αμερικανικής περιπέτειας. Δεν απονέμει δικαιοσύνη, τουλάχιστον σύμφωνα με το ιδεώδες αυτής. Συνοψίζει απλώς την ιστορία δύο αγοριών που «αποχωρίστηκαν» από την πίεση των διαφορετικών περιστάσεων, για να ξαναενωθούν στο τέλος, στην οριστική αποχώρηση. (Τι υπέροχος τίτλος «Οι Αποχωρίσαντες» σε αντίθεση με τον τραγικό ελληνικό «Πληροφοριοδότης»). Τελικά αφηγείται την ιστορία ενός και μόνο αγοριού..
Θα μπορούσαν να είναι ο ένας στη θέση του άλλου (δεν είναι τυχαία η επιλογή των ηθοποιών από φυσιογνωμικής απόψεως). Αλλά τι σημασία έχει; Λίγα θα άλλαζαν.
Αν η πορεία μας είναι προαποφασισμένη, οι ρόλοι που αναλαμβάνουμε είναι απλές μάσκες. Φοράμε προσωπεία, ανάλογα με τους βραχυπρόθεσμους στόχους, και τα αλλάζουμε με τέτοια συχνότητα που το αληθινό μας πρόσωπο έχει πλέον θαφτεί για τα καλά. Ναι, είναι επίπονο για τον Billy και τον Collin να προσποιούνται διαρκώς ότι είναι κάποιος άλλος, αλλά ποιοι πραγματικά είναι; Δύο σκηνές είναι καταλυτικές. Στην μία, ο Billy μόνος στο άδειο σπίτι του, αναζητά την ταυτότητά του κοιτώντας οικογενειακές φωτογραφίες. Μέσα από τη σιωπή του ακούγεται ξεκάθαρα η κραυγή, σπαραχτική: «Πού είναι η ζωή που μου υποσχεθήκατε;». Στην άλλη, ο Collin εξομολογείται στη γυναίκα που αγαπάει ότι θέλει να φύγει μακριά. Μακριά από όλα όσα χαρακτηρίζουν τη ζωή του, ή καλύτερα την απουσία αυτής.
Aλλά και για τους δύο η σωτηρία είναι αποκλεισμένη. Ο Scorsese μιλάει για μία ακόμα φορά για τον καταδικασμένο άντρα και ποτέ του δεν του χαρίστηκε. Jake La Motta, Henry Hill, Newland Archer, Howard Hughes. Και τώρα, Billy Costigan / Collin Sullivan. Δεν υπάρχει διαφυγή παρά μόνο στο θάνατο. Και αυτό τελικά είναι η λύτρωση (που πάντως στους παλαιότερους δεν προσέφερε). 'How's your mother?' 'She's on her way out' 'We all are. Act accordingly.' Αυτός ο εκ πρώτης όψεως ασήμαντος και χιουμοριστικός διάλογος είναι χαρακτηριστικός για το ύφος της ταινίας και προοικονομεί τις εξελίξεις. Χωρίς τη δύναμη της επιλογής, οι πράξεις μας μοιάζουν να στερούνται νοήματος. Εξ ου και η απουσία ηθικής από όλες τις πλευρές. Δεν υπάρχει πια αυτή η υπερηφάνεια ως εναρκτήριο σημείο των πράξεων κάθε χαρακτήρα. Ούτε ο σεβασμός (έστω και σταδιακά αναπτυσσόμενος) για την άλλη πλευρά (βλέπε, την πορεία της σχέσης ανάμεσα στον Άμστερνταμ και τον Μπιλ στις Συμμορίες). Είμαστε άραγε μπροστά σε έναν σκορσεζικό μηδενισμό;
Πάντως, δε διαφαίνεται ελπίδα. Είμαστε όλοι μαριονέτες, φοράμε τις μάσκες μας κάθε φορά που βγαίνουμε από τον ιδιωτικό μας χώρο και χορεύουμε στον σκοπό που έχει εκ των προτέρων καθοριστεί για εμάς. Στο τέλος της ταινίας δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για κανέναν. Όλοι τους ήταν πιθανοί ρουφιάνοι, όλοι τους σίγουροι υποκριτές. Το πολιτικό σχόλιο για τη σημερινή Αμερική είναι προφανές ('This is a nation of fucking rats', ο αρουραίος στο ίδιο κάδρο με το κυβερνητικό κτίριο). Ωχριά όμως μπροστά στο σχόλιο για την ανθρώπινη φύση. Και ο κύκλος θα συνεχιστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι η Madolyn θα φέρει στον κόσμο ένα αγόρι, πιθανότατα έναν ακόμα καταδικασμένο σκορσεζικό ήρωα.
Ο Scorsese όμως δεν είναι μισάνθρωπος. Αγαπάει τους ήρωές του, υποφέρει μαζί τους και δεν έχει καμία πρόθεση να αποστασιοποιηθεί από αυτούς. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Όπως στο συγγενικό Goodfellas, χειρίζεται την «κακή» πλευρά με ξεχωριστή φροντίδα, κάνοντάς την άκρως ελκυστική. Ποιος μπορεί να αρνηθεί το πόσο διασκεδαστική και ψυχαγωγική παρέα είναι ο Frank Costello, o Mr. French, ο Fitz, αλλά και ο «βρώμικος» των μπάτσων Dignam; Επίσης, βλέποντας τον τρόπο στρατολόγησης του Costello δίπλα - δίπλα με αυτόν της αστυνομίας, νομίζω ότι πολύ πιο δελεαστική φαίνεται η «τυπικά» κακή πλευρά που εκπροσωπεί ο Jack Nicholson.
Ναι, ο Martin είναι ο μεγαλύτερος των εν ζωή αμερικανών σκηνοθετών. Γυρίζει αυτή την ταινία πολύ εύκολα, και το κάνει πρώτα - πρώτα διασκεδάζοντας ο ίδιος. Μπορεί να χρησιμοποιεί το πολυφορεμένο παιχνίδι της «γάτας που κυνηγά το ποντίκι (αρουραίο;;;)», αλλά κανείς άλλος δε διαθέτει τη σιγουριά με την οποία αυτός οργανώνει την ταινία του, σκηνή - σκηνή. Η κάμερά του κάνει τα γνωστά κόλπα της. Επιθετική, νευρική, αεικίνητη, ξεσαλώνει εφευρίσκοντας απίθανες γωνίες λήψεως σε έναν ξεσηκωτικό ρυθμό που ενορχηστρώνεται από το ευφυέστατο μοντάζ (το καλύτερο εδώ και χρόνια) και τα κιθαριστικά όργια του χαμαιλέοντα Shore. Οι αμφίσημοι χαρακτήρες, τα σκοτεινά σοκάκια της Βοστόνης, απολαυστικά διαλογικά μέρη και ιδού ένα μεταμοντέρνο φιλμ νουάρ. Αυτόματα κλασικό.

To κείμενο είναι του φίλου μου Αχιλλέα Παπακωνσταντή.