Showing posts with label Reviews. Show all posts
Showing posts with label Reviews. Show all posts

Tuesday, August 25, 2009

The Curious Case of Benjamin Button (2008), του David Fincher






Το κείμενο που ακολουθεί είναι εμπνευσμένο από την εξαιρετική ματιά του φίλου Ηλία Δημόπουλου στο φιλμ, όπου συνόψισε με ενοχλητική ευστοχία την αντίστοιχη προσωπική του υπογράφοντος σε αυτό. «Θεού θέλοντος και Καιρού επιτρέποντος», έλεγαν οι παλιότεροι.

Κάθε ζωντανό ον στον άλλοτε μίζερο κι άλλοτε εξαιρετικά συναρπαστικό πλανήτη μας κουβαλάει πάνω του ένα ρολόι. Ένα ελαφρώς χαλασμένο ρολόι αφού άλλο μετράει γρήγορα κι άλλο αργά (βασανιστικά ή προς τέρψιν μιας ευτυχισμένης ζωής, αυτό έχει πολύ μεγάλη βιολογική, φιλοσοφική και κοινωνιολογική σημασία, αλλά είναι εκτός των στόχων του παρόντος κειμένου), πάντοτε όμως προορισμένο, με την υποχονδριακά προσεκτική, την κάκιστη ή την στοιχειωδώς καλή του συντήρηση, να κολλήσει τους δείκτες του για πάντα. Το στοίχημα τούτης της θλιβερά μικρής ή βαμπιρικά μεγάλης περιπλάνησης είναι να κερδίσουμε στα σημεία τον αντίπαλο πριν αυτός δεδομένα μας ρίξει στο καναβάτσο. Να προλάβουμε με την καρδιά μας να κλέψουμε εκείνες τις στιγμές που αργότερα θα φυλάξουμε στο μυαλό μας για πάντα (και εκεί είμαστε, ευτυχώς, θριαμβευτές), έναν μηρυκασμό δηλαδή: Απ’ το μυαλό για λίγο στην καρδιά, ένα χαμόγελο στο πρόσωπο και πίσω στο σεντούκι του μνημονικού. Και κάπως έτσι περνάνε οι ζωές όλων.

Ο Χρόνος δεν είναι σαρωτικός γιατί οδηγεί έναν προδιαγεγραμμένο βηματισμό προς τον Θάνατο, αυτό θα ήταν απαράδεκτα μοιρολατρικό. Ο Χρόνος είναι αμείλικτος μόνο για το μικρό εκείνο διάστημα, την στιγμή εκείνη, όπου το παρόν γίνεται παρελθόν και δεν προλάβαμε να αγγίξουμε, να μιλήσουμε, να νιώσουμε κάποιον, να πάρουμε μια διαφορετική απόφαση, να ζήσουμε το πάθος πριν τη λογική. Για τον λόγο αυτό άλλωστε μια εξαιρετική σπουδή στην έννοια και την επίδραση του Χρόνου σαν τούτη εδώ γίνεται εμμονοληπτική. Όλες όμως εκείνες οι αντιθέσεις που είναι η μήτρα της ανθρώπινης φύσης (η μίζερη ή συναρπαστική οπτική του κόσμου, η αξιολόγηση των στιγμών) ενώνονται υπό μια οικουμενική αλήθεια για την πραγματική ζωή του ανθρώπου, όπως αυτή πορεύεται: Από τον Έρωτα εκκινεί και στον Θάνατο καταλήγει, οτιδήποτε κι αν συμβεί ενδιάμεσα.

Η ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον είναι παράξενη απλώς γιατί αυτός γεννιέται με συνθήκες διαφορετικές: Με ένα γερασμένο σώμα ως παιδί και με ένα μωρουδιακό λίγο πριν τον φυσιολογικό του θάνατο, ωστόσο και τούτη η ζωή οδηγείται από την μεγάλη οικουμενική αλήθεια της εκκίνησης και της κατάληξής της. Όπως ο καθένας, έτσι και ο Μπέντζαμιν επιλέγει να ζήσει την (παράξενη) ζωή του όπως εκείνος θέλει (αλλά και όπως εκείνη του επιτρέπει). Και, ευτυχώς, ζει το τώρα αδιαφορώντας για το νόημα μιας ζωής που, ούτως ή άλλως, είναι μάλλον σύντομη. Από την αρχή ως το τέλος ή, εν προκειμένω, από το τέλος ως την αρχή. Πριν ο Fincher γεμίσει με ιστορίες κάτω από την ομπρέλα της χρονοϊστορίας του το φιλμ, πριν εγκλωβιστούμε μαζί με τον εκπληκτικό Μπραντ Πιτ σε βλέμματα απορίας, έχει φροντίσει να παραδοθεί στον Χρόνο, βαδίζοντας επικίνδυνα σε μια μοιρολατρική γραμμή: Ο ωρολογοποιός που φτιάχνει ένα ρολόι του οποίου οι δείκτες γυρνούν ανάποδα και ύστερα αποσύρεται στη γνώση του ότι ο Χρόνος δεν σταματά, πόσω μάλλον δεν γυρνά πίσω κατά βούληση. Και μαζί με αυτόν ούτε οι νεκροί του, ούτε οι μοναδικές στιγμές που πήρε στο φευγιό του. Και γι’ αυτό η γερασμένη Ντέιζι βλέποντας τον Θάνατο να πλησιάζει (ή τον Χρόνο της να τελειώνει, όπως προτιμούμε ματαιόδοξα να λέμε) ζει ξανά τη ζωή της μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου της και με το ίδιο το νόημα της ζωής στο πλάι της. Τι κι αν το βρήκε αργά, τι κι αν δεν το έβρισκε. Έζησε κι αυτή το παρόν, έγραψε το μέλλον της, αναπολεί το παρελθόν που η ίδια δημιούργησε και τελικά οριοθέτησε (ως ένας ακόμη θνητός άνθρωπος) την αιωνιότητα και τη “παντοτινότητα” στη διάρκεια μιας ζωής, όπου και έχει νόημα.
Κι αν υπάρχει κάτι που κάνει αυτό το φιλμ ένα συγκλονιστικό αριστούργημα, είναι η ίδια η αδυναμία του Fincher, του μοναδικού στον κινηματογραφικό πλανήτη που τόλμησε μια τόσο υπερβατική ευθεία αναλογία του Χρόνου με τον Θάνατο προκειμένου να διηγηθεί μια ερωτική ιστορία, να ξεφύγει από τα όσα περιβάλλουν την ιστορία αυτή. Το προσπαθεί ως το τέλος χωρίς να τα καταφέρνει και εκεί που για δυόμιση ώρες νομίζεις πως έχεις δει ένα αποστασιοποιημένο και συναισθηματικά κλινικό φιλμ που σπουδάζει τον Χρόνο και δεν χωρά καρδιακές συγκινήσεις, εκείνο το βλέμμα αναγνώρισης του Μπάτον (περίπου όπως το «φυσιολογικό» μωρό ενστικτωδώς αναγνωρίζει την μητέρα του στις πρώτες του ματιές) στην Ντέιζι λίγο πριν κλείσει τα μάτια του για πάντα, είναι εκεί για να σου σμπαραλιάσει την καρδιά και να στείλει στο μνημονικό σου άλλη μια συγκλονιστική στιγμή για να μηρυκάζεις.

Wednesday, August 6, 2008

Diary of the Dead (2007), του George A. Romero


"There's always an audience for horror". Κοινό όμως απαιτητικό, που ξεχνά γρήγορα βομβαρδιζόμενο από ανέμπνευστα ριμέηκ σκουπίδια και ξεχειλωμένα σίκουελ φτηνού PG-rated τρόμου.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο πατέρας των zombie-thrills αλλά και δημιουργός καλτ αριστουργημάτων όπως το Martin και το Creepshow, παραμένει ένας καλός μαέστρος του είδους, όσο κι αν ο ίδιος προσπάθησε πολύ στο καινούριο του φιλμ να αλλάξει τις ισορροπίες. Ο Ρομέρο με το ιδιαίτερο χιούμορ του και την δηκτική στάση του στα εκάστοτε κοινωνικά θέματα, πάντοτε μπόλιαζε τους νεκροζώντανούς του με τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του σε ένα εκρηκτικό μείγμα. Στο Diary of the Dead, δυστυχώς, δείχνει πραγματικά γερασμένος.

Μια ομάδα σπουδαστών κινηματογράφου που ετοιμάζουν την πτυχιακή τους εργασία, βρίσκεται στο γύρισμα μιας ταινίας τρόμου όπου η απειλή έχει τη μορφή μούμιας (τι επιλογή κι αυτή...). Στο διάλειμμα των γυρισμάτων και όταν όλα έχουν πάει τόσο χάλια, μαθαίνουν από το ραδιόφωνο ότι (για άλλη μια φορά) ο κόσμος απειλείται από νεκρούς που επιστρέφουν στη ζωή και (για άλλη μια φορά) διψούν για αίμα. Αυτό που ως θεατές βλέπουμε, είναι η επαγγελματικά μονταρισμένη, voice-overed εκδοχή όσων πρόλαβαν να καταγράψουν οι δύο κάμερες που διαθέτουν οι πρωταγωνιστές, μαζί με βίντεο από κινητό, κάμερες παρακολούθησης (που μπαίνουν στο παιχνίδι στο τρίτο μέρος της ταινίας) αλλά και πραγματικό αρχειακό υλικό προερχόμενο από τις ειδήσεις.

Με το πρόσφατο Cloverfield ο Ρομέρο πνίγεται από το ατυχές timing της αισθητικής και της φόρμας του. Η κάμερα στο χέρι γίνεται επικίνδυνα σταθερή, το voice over καταστρεπτικό, τα κοινωνικά σχόλια παραφορτώνουν το φιλμ κουράζοντας τον θεατή και ο χρόνος που απομένει δίνει χώρο για μια και μόνο χιουμοριστική στιγμή σ
το φιλμ που και η ίδια όμως μοιάζει απομονωμένη και άτοπη. Τα όσα ισχυρίζεται το εκνευριστικό voice over περί αληθινού υλικού, δεν γίνονται στιγμή πιστευτά, αντίθετα με την άνευ τρυκ ένταση του Cloverfield. Κι αν το δεύτερο ήταν μια ταινία για την γενιά του Youtube, το Diary of the Dead θα ήθελε (πολύ πρώιμα) να είναι ένα φιλμ σχετικά με αυτή. Τα σχόλιά του όμως (τίποτα δεν είναι αληθινό μέχρι να καταγραφεί από την κάμερα, η επικίνδυνα συνηθισμένη εξοικείωση του μέσου Αμερικανού με τα όπλα, αφού όλοι στο φιλμ στοχεύουν με ακρίβεια ελεύθερου σκοπευτή) πέφτουν στο κενό, αδυνατώντας να μπλεχτούν επιτυχημένα με το απολαυστικό gore θέαμα, τους τυπικούς μέχρι το κόκκαλο χαρακτήρες (από την δυναμική ξανθιά γκόμενα ως τον geek βοηθό) και τα πλακατζίδικα cameos των Ρομέρο, Ταραντίνο και άλλων, δίνοντας την θέση τους σε έναν ενοχλητικό διδακτισμό, στον οποίο ο Ρομέρο δεν μας είχε συνηθίσει...

Tuesday, February 19, 2008

In the Mood for Love (2000), του Wong Kar-Wai.


Τι
είναι η ερωτική επιθυμία; Κι αν μπορέσουμε να την προσδιορίσουμε, εστιάζοντας σαρκικά είτε εγκεφαλικά, πόσο αυτή είναι ικανή να αντικαταστήσει την ερωτική πράξη αυτή καθαυτή; Πόση αντλούμε ικανοποίηση από την επίγνωση της αποτελεσματικής αύρας μας στον άλλο; Με την "Ερωτική επιθυμία" η δραματουργική αλλά και ουσιαστική δύναμη του φιλμ κρύβεται στον τίτλο του, δίνοντας εδώ αρχή, μέση και τέλος, και διατηρώντας το αβαντάζ του αιφνιδιασμού (που χρησιμοποιεί κιόλας τελικώς) με την ίδια την ομαλότητα και γραμμικότητά του. Η ερωτική επιθυμία δεν προχώρησε παρακάτω, έμεινε εκουσίως τέτοια, επειδή ο ενδιαφερόμενος αρκέστηκε απλώς στο να την προκαλέσει ή ακούσια, απομεινάρι απόρριψης, μονόδρομου ενδιαφέροντος και απολύτως ελαστικής κρούσης συναισθημάτων; Σε ένα χτίσιμο χαρακτήρων (στέρεα δομημένων στην εντέλεια πλην όμως των ασαφών επιθυμιών τους) που σχετίζονται τόσο άμεσα, ο Καρ Γουάι αρπάζει την ευκαιρία και μας αρνείται πότε το πρώτο και πότε το δεύτερο, κρατώντας απαντήσεις και δημιουργώντας αμφιβολίες εναλλάξ.

Στο Χονγκ Κονγκ των αρχών του '60 δύο ζευγάρια, άγνωστα μεταξύ τους, νοικιάζουν διπλανά δωμάτια και μετακομίζουν την ίδια μέρα. Στο ένα η κυρία Τσαν με τον άντρα της και στο άλλο, ο κύριος Τσόου με την γυναίκα του. Λίγο καιρό μετά οι δυο τους θα αντιληφθούν ότι οι σύζυγοί τους έχουν σχέση και, με κοινή την μοιχεία που υπέστησαν, αρχίζουν να συναντιώνται συχνότερα και μόνοι, πνίγοντας την θλίψη στην παρέα ο ένας του άλλου.

Η Ερωτική Επιθυμία του Καρ Γουάι είναι ένα γνήσιο μελόδραμα, με δομή τόσο κλασική όσο τα θεμελιώδη για το είδος χολυγουντιανά αριστουργήματα του Σερκ και των κινηματογραφικών συνοδοιπόρων του. Εκτός αυτού, 50 έτη (σε χρόνο κινηματογραφικό) και μια αιωνιότητα μετά (σε χρόνο πραγματικό) αφηγείται την ίδια και απαράλλακτη ιστορία έρωτα αλλά με δυναμική καταρρακωμένη από την αλόγιστη χρήση, που κρύβει μια λέξη μασημένη αδέξια, χτυπημένη και εν τέλει τσακισμένη στις λάγνες ορέξεις διαφημιστών, τηλεορασάκηδων, βαλεντίνων και εφήβων που βιάζονται να μεγαλώσουν. O σπουδαίος Καρ Γουάι των, με μαθηματική ακρίβεια, αριστουργημάτων όπως Happy Together και Chungking Express, δέχεται το στοίχημα που ο ίδιος βάζει (με τις εις βάρος του πιθανότητες) να αφηγηθεί αυτή την καθημερινή, οικουμενική και διαχρονική όσο η ανθρωπότητα ιστορία και σαν να μην έφτανε αυτό, διαλέγει να το κάνει με τρόπο κλασικό, μη αποφεύγοντας τις συγκρίσεις, αλλά προκαλώντας τις καθώς δεν περνά ούτε δίπλα από τις αναδιαρθρώσεις που υπέστη κινηματογραφικά, από την κωμωδία ως την επιστημονική φαντασία και από τα χέρια σχεδόν όλων των δημιουργών του παγκόσμιου σινεμά. Άλλωστε, ο ίδιος ο Καρ Γουάι αποτελεί εδώ και χρόνια εγγύηση σχεδόν ατράνταχτη για αποτέλεσμα αριστουργηματικό (θα εξαιρούσα την τελευταία του δημιουργία, με πραγματικό κίνδυνο της ζωής μου από έναν δυο φίλους φανατικούς του φιλμ), τόσο αισθητικά όσο και στην ουσία του σινεμά αλλά και των τεχνών εν γένει, δηλαδή συναισθηματικά, στο κέντρο της καρδιάς του θεατή, στο κέντρο του μνημονικού του, στις βαθιές αναμνήσεις του που ενεργοποιούν τους μηχανισμούς για να αγαπήσει το έργο της τέχνης του, στην σπανίως τέλεια αναλογία και αντιστοιχία μυαλού και καρδιάς.

Σε πρώτο επίπεδο, κατανοεί βαθιά τους χαρακτήρες του, δυο ανθρώπους που κρατάνε κρυφό μέσα τους έναν ανεκπλήρωτο πλην παράνομο έρωτα, κλεισμένο καλά υπό τον φόβο του καθωσπρεπισμού. Ο ερωτας που γεννιέται μπροστά στα μάτια μας δείχνει καταδικασμένος, τόσο από το συντηρητικό κλίμα που αποπνέει ο κοινωνικός περίγυρος που πειστικά μας χτίζει (με τρόπο θαυμαστά εσωτερικό) ο Καρ Γουάι, όσο και από τις ίδιες τις αδικαιολόγητες ενοχές που πνίγουν κάθε κίνηση και κάθε σκέψη του πρωταγωνιστικού ζευγαριού. Σε μια συγκλονιστική σεκάνς, θα υποδυθούν τους συζύγους τους (ο ένας του άλλου), άραγε για να μοιράσουν την θλίψη τους εξίσου ή να ταλαιπωρήσουν τον εαυτό τους λίγο παραπάνω συνειδητοποιώντας την απιστία αυτή πιο άμεσα; Μήπως για να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο, απαλλαγμένοι για πρώτη φορά από τις ενοχές; Η κυρία Τσαν γίνεται κυρία Τσοόυ και ο κύριος Τσόου γίνεται κύριος Τσαν που μέσα στο μικρό θεατρικό τους παραλήρημα μοιράζουν τις ευθύνες για να καταλήξουν θριαμβευτικά "ποτέ δεν θα γίνουμε σαν αυτούς" (σε αριθμό πληθυντικό που πιστοποιεί τρόπον τινά την ένωσή τους, την αρχή μιας σχέσης καταδικασμένης να ζει και να υπάρχει μέσα σε έναν κυκεώνα παραλογισμού, αμφισβήτησης και αυτολογοκρισίας που γέννησε η ρυπογόνα εγκράτεια του καθωσπρεπισμού, αλλά ίσως και εξιδανικεύοντας ο ένας την εικόνα του άλλου, με αυτό το υποβλητικό και προστακτικό "δεν θα γίνουμε" που δεν αφήνει περιθώριο, το δίχως άλλο).

Ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο ζευγάρι, ιδιοφυώς καδράροντάς το πίσω από τοίχους, γωνίες και μεγάλα αντικείμενα σε γκρο πλάνα αφήνοντάς τους στη σιγουριά του φόντου, ο Καρ Γουάι ακουμπάει συναισθήματα που μετά βίας χωράνε σε μια ματιά, ένα απαλό χάδι, ένα λίκνισμα σε αργή κίνηση. Η Τσενγκ κινείται με απαράμιλλη χάρη παρά την ασφυκτικά στενή γκαρνταρόμπα της, κουρδίζοντας ρυθμικά τα αφόρητα αισθησιακά της βήματα τέλεια με την αργή κίνηση που λατρεύει ο Καρ Γουάι, έτσι απλά για να δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι μεταχειρίζεται τον χρόνο κατά βούληση, κυλώντας τον πότε αργά και πότε πιο γρήγορα, αρπάζοντας παιχνιδιάρικα στιγμές που ολοκληρωτικά ανήκουν στους ήρωές του. Ο ίδιος όμως κάθε άλλο παρά νικάει τον χρόνο, του παραδίνεται ολοκληρωτικά σηκώνοντας τα χέρια ψηλά στο πέρασμά του. Δρώντας με οριοθετημένη χρονική αλλά και χωρική αοριστία, ο Καρ Γουάι μας κινεί ανάμεσα στα στάδια της μη-σχέσης των ηρώων, με μόνη ένδειξη για το (πάντα απροσδιόριστο) πέρασμα του χρόνου τις συνεχείς εναλλαγές στα φορέματα, την καταπίεση που εντείνεται κάθε (κινηματογραφικό) λεπτό παραμένοντας πάντα σοφά υπόγεια και το συνεχές καρδάρισμα ρολογιών. Όταν η κάμερα συλλαμβάνει την Τσενγκ σκεφτική κάτω από ένα ρολόι, ο ίδιος ο δημιουργός διαλέγει να πνιγεί από τον χρόνο. Πόση ώρα είναι εκεί; Πόσο διαρκεί αυτή της η περισυλλογή; Τι γινόταν πιο πριν και τι θα γίνει μετά, όταν το πλάνο χαθεί στη δίνη της επόμενης σεκάνς;

Με τον ίδιο τρόπο, αφαιρώντας δηλαδή αφηγηματικά και κατά συνέπεια προσθέτοντας δραματουργικά, λειτουργεί ολόκληρο αυτό το σπουδαίο φιλμ. Εκεί που ο Τζουντ Λο στο My Blueberry Nights καθαρίζει ένα θολωμένο τζάμι αποκαθιστώντας την επικοινωνία και προσφέροντας έναν καλό φίλο στην Νόρα Τζόουνς, στην "Ερωτική Επιθυμία" οι ήρωες μένουν μετέωροι να κοιτούν τον κόσμο αποκλειστικά μέσα από θολωμένα, βρεγμένα και βρώμικα τζάμια, από γωνίες με οπτικό πεδίο περιορισμένο, αδύναμοι να επικοινωνήσουν "καθαρά", κάτι που τους βυθίζει όλο και περισσότερο στις τύψεις τους. Ξανά, εκεί που οι προηγούμενες ταινίες του Καρ Γουάι λειτουργούσαν πάνω στη διασταύρωση ιστοριών και χαρακτήρων, η "Ερωτική Επιθυμία" δεν είναι παρά το σύμπαν δύο ιστοριών που πορεύονται παράλληλα μην αφήνοντας περιθώρια για την ύπαρξη σημείου τομής: Όταν ο Τσόου θα επιστρέψει αποφασισμένος να συναντήσει την Τσαν, ο Καρ Γουάι θα στερήσει και την τελευταία καθαρή ανάσα στους ήρωες και τους θεατές του, μη επιτρέποντας αυτή την συνάντηση, με τρόπο πραγματικά σπαρακτικό. Το μόνο που τελικά μένει στους ήρωες είναι αυτή η ανάμνηση και νοσταλγία, για όσα όμως δεν έζησαν στην πραγματικότητα.

Και στο αποκορύφωμα των καλά κρυμμένων μυστικών και των ολότελα προσωπικών στιγμών που αφήνει ο Καρ Γουάι στους ήρωες-παιδιά του, o Τσόου είναι έτοιμος να ξεχάσει. Όμως για ποιον λόγο; Ποια λύτρωση θα βρει στη λήθη του; Την δυνατότητα να ξεχάσει ανάμεσα στα καλά κι όσα τον πόνεσαν ή την δυνατότητα να ανακαλύψει ξανά όσα αγάπησε; Όπως και να 'χει, θα ψιθυρίσει το δικό του μυστικό, για πρώτη φορά τόσο φανερά κρυφό, στα χαλάσματα του Άνγκορ και η "Ερωτική Επιθυμία" θα κορυφώσει, κλείνοντάς μας το μάτι για τελευταία φορά, σε ένα ύστερο παιχνίδι με τον χρόνο, παραδίδοντας τον έρωτα αυτό στην επίγεια αιωνιότητα.

Tuesday, October 16, 2007

The Brown Bunny (2003), του Vincent Gallo


Είναι περίεργος τύπος ο Βίνσεντ Γκάλο. Είναι πολύ περίεργος.
Ο Βίνσεντ Γκάλο είναι ένας τύπος που πουλάει το σπέρμα του για 1 εκατομμύριο δολλάρια και για άλλα τόσα σε γκαστρώνει ο ίδιος, υπερηφανευόμενος για τη γονιδιακή του κληρονομιά που περιορίζει σε ένα ζευγάρι μπλε μάτια και σε περίσσευμα φαλλικών εκατοστών.
Ο Βίνσεντ Γκάλο όμως είναι και πρωταγωνιστής στην αριστουργηματάρα του ΚουστουρίτσαArizona Dream”, δημιουργός του “Buffalo 66”, ένας γοητευτικός ρόλος στο “Trouble Every Day” της Claire Denis.
Και ο Δημιουργός του The Brown Bunny. Και ως τέτοιο, θα τον λατρεύω για πάντα, μιας και δεν πρόκειται ποτέ να με γαμήσει κανείς για να ασχοληθώ με αγοραπωλησίες σπέρματος και το πέος του γιου μου.
Eίπαμε λοιπόν, Δημιουργός του The Brown Bunny. Με Δέλτα κεφαλαίο, Πλήρης. Σύλληψη και υλοποίηση: Σενάριο, σκηνοθεσία, παραγωγή, σχεδόν αποκλειστικός στόχος της κάμεράς του, επιμέλεια μουσικής και ρούχων, μοντέρ. Ιδιοφυές! Η ολοκληρωτική ευθύνη στα μάτια του θεατή μετατοπίζεται και πέφτει στον Γκάλο! Γιατί περί ευθύνης πρόκειται.

Ο Bud Clay είναι μοτοσυκλετιστής και μετά τον τελευταίο του -χαμένο- αγώνα, πρέπει να ταξιδέψει 5 μέρες για την Καλιφόρνια όπου θα δώσει τον επόμενο. Στον δρόμο του θα γνωρίσει κάποιες γυναίκες, θα τους ζητήσει να τον συντροφεύσουν μόνο για να τις παρατήσει στην επόμενη γωνία, μετά από μια μικρή βόλτα, μετά από ένα απροσδόκητα κακό γαμήσι –αν έφταναν ως εκεί. Το τυπικό αρχή-μέση-τέλος απλά πάει στον αγύριστο.


Στο σύμπαν του Γκάλο το σινεμά της ψυχής θριαμβεύει πάνω από το σινεμά της φόρμας, μια φόρμα που οριοθετείται αυστηρά ανάμεσα στη συνεχή εναλλαγή προφίλ-ανφάς-προφίλ στον ίδιο και στην σκληρή αποτύπωση με γερή δόση κόκκου στην εικόνα, προϊόν μηδενικής φροντίδας και στοργής. Το δούναι και λαβείν τηρείται δηλαδή υπό δικαιοσύνη ακλόνητη.

H αρχική σκηνή του φιλμ είναι ο δραματουργικός πυρήνας του, ο μύθος και το επιμύθιο: Ο μοτοσυκλετιστής Bud Clay στην πιο συνηθισμένη ασχολία του. Η μηχανή να γυρίζει ατελείωτα την κυκλική πίστα, η αρχή να γίνεται τέλος, το τέλος αρχή και εκείνος κυνηγά τον εαυτό του, τον χρόνο, που κανείς δεν μπορεί να νικήσει παρά μόνο αν τον οριοθετήσει (ποιος θα καλύψει πιο γρήγορα τα χιλιόμετρα της πίστας - ο χρόνος γίνεται εκούσια χώρος για να διατηρήσουμε την ψευδαίσθηση ότι παίζουμε μαζί του) και τους υπόλοιπους παρανοήσαντες (σε σχέση με τον χρόνο) με τρόπο τέτοιο, ώστε να καλύπτεται η ακόρεστη όρεξη του ανθρώπου για προσχηματική αγωνία (της πρώτης θέσης). Ο σκηνοθέτης Γκάλο επιμένει σε αυτή την σκηνή τραβώντας την σε διάρκεια, φέρνοντας σε κύκλο και την (κινηματογραφική) μηχανή του (το ίδιο δηλαδή που κάνει και ο ηθοποιός Γκάλο με την δική του μηχανή), εστιάζοντας μόνιμα στον... εαυτό του. Ο αγώνας τελειώνει, ο Κλέι μένει έξω από την πρώτη θέση και ετοιμάζεται για την επόμενη σειρά κύκλων.

Οι γυναίκες στο φιλμικό κόσμο του Γκάλο (πιθανώς και στον πραγματικό του, αλλά αυτό λίγο μας ενδιαφέρει) είναι μαριονέτες. Τις παίζει στα χέρια του, τις διαλέγει. Έχουν όλες ονόματα λουλουδιών, είναι γυναίκες «μαραμένες», σκυφτά λουλούδια στο φόντο της ερειπωμένης αμερικανικής επαρχίας, που πανέξυπνα διαλέγει για να ξεδιπλώσει την ιστορία του. Όνομα λουλουδιού έχει όμως και η Daisy, ο μεγάλος του έρωτας, η γυναίκα που έχασε (χωρίς να ξέρουμε τον λόγο) και που τριγυρνάει στο μυαλό του, το μονοπωλεί, αλλοιώνοντας το χωροχρονικό του περιβάλλον, σπρώχνοντάς τον σε αυτή την απελπισία. Τις παίρνει μαζί του για να τις παρατήσει πιστεύοντας τυφλά σε μια ψευδαίσθηση πως με την ταπείνωση του άλλου θα επέλθει και η δική του κάθαρση ή γιατί όλες του οι αναμνήσεις ζωντανεύουν και στοιχειώνουν κάθε απόπειρα αναζήτησης της λυτρωτικής ηδονής του, στήνοντάς του ένα παιχνίδι που τον συνθλίβει συναισθηματικά;

Ποιος ξέρει; Σημασία έχει το μοτίβο του. Τις παίρνω - τις αφήνω. Και ο ίδιος, καταραμένος να ζει συμπτωσιακά την κυκλική επανάληψη της πίστας και στη ζωή του, ψάχνει την εκτόνωσή του, την απόλυτη διαγραφή που ίσως πετύχει στο μυαλό και μόνο, αφού ο εγκέφαλος ανάμεσα στα στήθια του μιλάει δυνατότερα και το όνομά της –Ντέιζι- ακούγεται καθαρά και δεν ηχεί παρόμοια με το Βάιολετ ή το Λίλυ στο ελάχιστο.

Ο ίδιος ο Γκάλο είναι υποχρεωμένος να υπομένει το οξύμωρο του εκτιθόμενου νάρκισσου, του απογυμνωμένου βασιλιά, προϊόν συνεχούς άστοχης κριτικής και ανάγνωσης, αφοριστικής διάθεσης, ενίοτε και βλακείας. Αυτό το τελευταίο δεν μας ενοχλεί και τόσο. Στο εξαιρετικό του κείμενο ο Ηλίας Φραγκούλης γράφει: «Ο Κλέι δεν παριστάνει τον επαναστάτη και η μοναδική αιτία που τον κάνει ξεχωριστό είναι η αγάπη του για τη Ντέιζι. Ούτε τσιτάτα, ούτε πόζα, ούτε στάση ζωής για κοπιάρισμα από το hype. Τη μοναξιά του, βλέπεις, δε θα τη ζήλευαν πολλοί.»... Ο χαρακτήρας του κινείται σαν φάντασμα στο οπτικά αραχνιασμένο σελλυλόιντ, ένας ζωντανός νεκρός με καρδιά απόλυτα δοσμένη, πρώτα όμως στον εαυτό του, ένας εγωπαθής loser που αδυνατεί, ειρωνικά και τραγικά, ακόμα και να συγχωρέσει τον εαυτό του.

Καμία λύτρωση, κανένα περιθώριο, καμιά επιλογή, μόνο σκοτάδια, γυμνή αλήθεια και πόνος. Στο The Brown Bunny ο χρόνος δεν περνάει, αλλά βιώνεται αντικειμενικά, νιώθεις την παρουσία του και την επίδρασή του. Καρδιά και μυαλό αμαχητί παραδωμένα λοιπόν στο καλλιτεχνικό επίτευγμα του Γκάλο (καλλιτεχνικό εξ’ ορισμού ως στοιχειώδης φιλμική ύπαρξη και επίτευγμα ως μία κόντρα ταινία, διαλέγοντας δύσκολα μονοπάτια και διατηρώντας μια στάση ανελέητα επιθετική προς τον θεατή). Αλλά όλα αυτά μέχρι το οδυνηρά εκστατικό φινάλε, αυτό το παράδοξο της downwards κορύφωσης, με την εκτονωτική βουτιά στα μαύρα σκοτάδια της ψυχής, στο κενό και τη θλίψη του χαμένου έρωτα, της χαμένης ζωής, της σπαρακτικής και αβάσταχτης απώλειας, που αντίθετα με τα φαινόμενα και σύμφωνα με την άκρατα εγωιστική φύση του ανθρώπου αποτελούν την απόλυτη λύτρωση του αντι-ήρωα.

Προετοιμαστείτε για το The Brown Bunny. Πάρτε μαζί τον εαυτό σας ολοκληρωτικά, όλες σας τις αναμνήσεις, όλα τα κομμάτια της καρδιάς σας που μοιράσατε από ‘δω κι από ‘κει. Για όλες τις στιγμές που μας θυμίζουν ότι είμαστε άνθρωποι, για κάθε λεπτό που η ταινία του Γκάλο θα μου προκαλεί έναν μικρό πόνο στην καρδιά, για κάθε δάκρυ που άφησα πίσω μου, για κάθε Daisy, Lilly, Rose, Violet, το The Brown Bunny θα είναι πάντα η πρώτη ταινία στην καρδιά μου, μια ατομική βόμβα στο δήθεν, η συγκλονιστικότερη φιλμική εμπειρία που έχω ζήσει, πέρα από κάθε κριτική. Δείτε το, όχι έστω, αλλά μία και μόνο φορά κι αφήστε στο να σας στοιχειώνει για πάντα.

Thursday, October 11, 2007

Le Fils (The Son) (2002), των Jean-Pierre Dardenne και Luc Dardenne


Στο τρίτο τους φιλμ (έχουν προηγηθεί τα χιλιοβραβευμένα "Rosetta" και "La Promesse") οι δαιμόνιοι και υπέροχοι αδερφοί Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντάν διατηρούν την γνώριμη κοφτερή ματιά και την oλότελα ουμανιστική τους διάθεση, αυτή με την οποία αντλώντας έμπνευση από τις μικρότερες ιστορίες και με διακριτική αλλά πάντα χαρακτηριστική κινηματογράφηση, δημιουργούν αριστουργήματα. Ο Γιος είναι σίγουρα ό,τι καλύτερο έκαναν ως τώρα, ένα φιλμ στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται όλη η προβληματική του σινεμά τoυς και χαρακτηριστικότερα όλων, η απεικόνισή της. Δουλεύοντας απλά, συντηρούν έναν κινηματογράφο ρεαλιστικό και ανθρώπινο, που πάσχει από τις ανθρώπινες αδυναμίες αλλά και θριαμβεύει μέσα από την ίδια την ανθρώπινη φύση. Μιλάμε άραγε για έναν ρεαλιστικό κινηματογράφο ή για έναν κινηματογράφο της πραγματικότητας;

Βλέποντας ξανά την φιλμογραφία των Νταρντάν σίγουρα εντοπίζουμε την διατήρηση άτυπων "κανόνων" στο σινεμά τους: Αυτή την αρχική αίσθηση της αποστασιοποίησης από τους ήρωες (ήρωες που διαχωρίζονται σαφώς χωρίς καμία αμφιβολία επ' αυτού), η οποία σταθερά και μόνιμα μετατρέπεται με στρωτή κλιμάκωση σε συμπάθεια προς τους κεντρικούς χαρακτήρες. Επίσης τα μεγάλα, εντυπωσιακά και ουσιώδη μονοπλάνα και, τέλος, τις μικρές (συνήθως) εντάσεις κάθε μορφής. Οι εντάσεις είναι σημαντικό σημείο του φιλμικού τους σύμπαντος, όπως τις βλέπουμε παντού: Στη Ροζέτα είχαμε τις απανωτές εξάρσεις στο δράμα της νεαρής με τη μορφή επαναλαμβανόμενης βίας στην ολότητά της, ψυχικής και σωματικής. Στην "Υπόσχεση" το ακριβώς αντίθετο (που υπό το πρίσμα του αυτό αποτελεί μια δραματική ένταση, μιαν έξαρση), δηλαδή στο συνεχές του δράματος που σπάει στα κεντρικά του σημεία με λιγότερο δραματικές στιγμές, με λίγη πρόζα, με έναν αέρα κωμικό αλλά και σταθερά τραγικό. Εδώ, υπάρχει μια φαινομενικά έντονη σκηνή αγωνίας (που αδυνατούμε να αποκαλύψουμε), αλλά οι προαναφερθήσες εντάσεις παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από μικρές σκηνές εμβόλιμες στη δραματουργία.

Στο φιλμ λοιπόν, ο Ολιβιέ Γκουρμέ, αυτός ο έξοχος ηθοποιός-σήμα κατατεθέν των Νταρντάν, είναι ένας ξυλουργός που δουλεύει ως υπεύθυνος σε κέντο επανένταξης ανήλικων εγκληματιών, μέσα από τη συγκεκριμένη χειρωνακτική εργασία. Στα χέρια του μια μέρα φτάνει ένας φάκελος με νέα πρόσωπα για ενσωμάτωση στην ομάδα του εργοστασίου. Κάποιο όνομα ανάμεσα σε αυτά φαίνεται να τον ανησυχεί και το γεγονός αυτό είναι αρκετό για τους Νταρντάν προκειμένου να στήσουν ολόκληρο το σύμπαν τους σε 100 λεπτά πλήρους δράσης, εκπληκτικού character development και εικόνων που παρά την τραχύτητά τους, έχουν μια γλύκα εικαστική που σου κόβει την ανάσα. Το φιλμ ξεχειλίζει από ένταση και μυστικά που πληθαίνουν και ανάθεμα αν υπάρχουν μεγαλύτεροι μάστορες σε αυτό από τους Βέλγους: Οι Νταρντάν επιμένουν με την κάμερα πολύ κοντά στον Γκουρμέ, πάνω από τον ώμο του, να δούμε τι βλέπει, αλλά όχι μέσα από τα μάτια του (που βλέπουν αντικειμενικά). Με το τρυκ αυτό φροντίζουν να νιώσουμε τον ήρωα και σύντομα να αντιληφθούμε τις ψυχολογικές του μεταπτώσεις. Τι συμβαίνει, ποιος είναι ο νεαρός, σε τι οφείλονται οι συχνές και όχι τόσο τυχαίες συναντήσεις των 2 ηρώων; Οι αμφιβολίες διατηρούνται βασανιστικά και σκηνές-κλειδιά γκρεμίζονται χωρίς δεύτερη σκέψη, μυστικά παραμένουν κρυμμένα πίσω από γωνίες στις οποίες η κάμερα δεν φτάνει ποτέ. Mήπως το βλέμμα του ήρωα που καταφέρνει να φτάσει απαντάει σε κάποιο ερώτημα; Τουναντίων, αυτά πληθαίνουν με τον χρόνο για να διαλυθούν μονομιάς προς το φινάλε (και τι φινάλε!), όχι γιατί δίνεται η λύση τους αλλά γιατί πλέον κανείς δεν την αναζητεί, οι Νταρντάν κατάφεραν να την περάσουν στην αφάνεια και σχεδόν στην αδιαφορία, ορίζοντας ξανά την έννοια του σασπένς.

Sunday, August 26, 2007

Planet Terror (2007), του Robert Rodriguez


Ανάμεσα στις θεωρητικές σινεφιλικές αναζητήσεις, στις ακαδημαϊκού τύπου έρευνες και στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, βρίσκεται το Grindhouse. Οι Robert Rodriguez και Quentin Tarantino μας πείθουν για τις προθέσεις τους αφενός να απέχουν από όλα τα παραπάνω, αφετέρου να προσφέρουν σε όλους ένα ευχάριστο και ψυχαγωγικό διάλειμμα. Και αν η απόφαση να κοπεί στα δύο το δελεαστικό πακέτο τους σηματοδότησε μια πρώτη ήττα, η - έστω και χωριστή - επαφή τους με το κοινό θα δώσει το τελικό πόρισμα.

Με το Planet Terror ο Rodriguez κινείται σε γνώριμα για αυτόν χωράφια. Σε όλη την μέχρις στιγμής καριέρα του υπηρέτησε το κινηματογράφο της καθαρής διασκέδασης, μακριά από βαθύτερα θέματα. Εξωστρεφής κινηματογραφιστής, είναι δύσκολο να μην τον θαυμάσεις για το πάθος με το οποίο γυρίζει τις ταινίες του. Συγκεντρωτικός ως συνήθως, αναλαμβάνει τον ρόλο του σκηνοθέτη, του σεναριογράφου, του φωτογράφου, ενώ μοντάζ και μουσική φέρουν την υπογραφή του. Κάτι που ισχύει από την εποχή του El Mariachi κιόλας.

Και αυτή είναι η μεγαλύτερη συνεισφορά του Rodriguez, εμφανής και σε αυτό το φιλμ. Μέσα στην ηθελημένη φτήνια του και στον επαγγελματικότατο (πλέον) ερασιτεχνισμό του, το Planet Terror αποτελεί απόδειξη και ταυτόχρονα πρόσκληση προς κάθε ενδιαφερόμενο να περάσει στη δημιουργία.
Ο κινηματογράφος είναι ίσως η λαϊκότερη των τεχνών και η κάμερα, ένα «όπλο» που μπορεί να βρεθεί στο χέρι του καθενός, καμιά φορά, με αξιόλογα αποτελέσματα. Απαραίτητη προϋπόθεση, η αγάπη για το μέσο που υπηρετείς. Και αυτή περισσεύει στον Rodriguez. Όλο το εγχείρημα του Grindhouse άλλωστε είναι προϊόν του έρωτα των σκηνοθετών του για μια ξεχασμένη εποχή, πίσω στη δεκαετία του 70, όταν η επίσκεψη στις κακόφημες αίθουσες της Αμερικής ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία, συχνά επικίνδυνη. Έχοντας μελετήσει το ύφος των Z-movies που προβάλλονταν εκεί, ο Rodriguez πετυχαίνει να (ανα)δημιουργήσει μια ρετρό ατμόσφαιρα. Φθαρμένη εικόνα, χαμένες μπομπίνες και ένα πολύ ταιριαστό soundtrack, μπολιάζονται με μπόλικες αναφορές στο συγκεκριμένο genre στο οποίο επιθυμεί να ανήκει το Planet Terror και στους πρωτομάστορές του (βλ. Romero, Carpenter). Το αποτέλεσμα είναι σίγουρα ικανοποιητικό, ικανό να προκαλέσει ενθουσιώδεις αντιδράσεις στους οπαδούς των splatter/zombie movies και να αποτελέσει αντάξιο συνεχιστή του είδους. Εκεί όμως βρίσκεται και η διαφορά ανάμεσα στα δύο μέρη του Grindhouse και στους δημιουργούς τους. Ενώ ο Tarantino παίρνει ήρωες/πρότυπα παλαιότερων εποχών κατορθώνοντας να τους εμφυσήσει ζωή, κάνοντας τους να φαίνονται μοντέρνοι και φρέσκοι στην εποχή μας, ο Rodriguez μένει προσκολλημένος στο σημείο από όπου ξεκίνησε. Δεν προχωράει καθόλου παραπέρα και φυσικά το έργο του σε καμία περίπτωση δεν εκσυγχρονίζει το είδος που υπηρετεί.

Ωστόσο, οι προθέσεις του δεν ήταν αυτές. Απλά ήθελε να γεμίσει την οθόνη με αίμα, βία, χιούμορ, σεξ. Και το καταφέρνει με μαεστρία, χρωστώντας πολλά και στους ηθοποιούς του. Εκτός του ότι διαθέτουν όλοι τους τρομερές φάτσες, μοιάζουν απόλυτα εγκλιματισμένοι με το ύφος της ταινίας και εκστομίζουν κάθε ατάκα με μεταδοτική σε μας απόλαυση. Πρώτη και καλύτερη η Rose McGowan η οποία από τους «πιο-αισθησιακούς-καίγεσαι» αρχικούς τίτλους κιόλας, σαγηνεύει σε
κάθε κάδρο που τη φιλοξενεί. Ακολουθώντας πιστά την κληρονομιά που έχουν αφήσει σημαντικοί δημιουργοί στο παρελθόν, ο Rodriguez θα χρησιμοποιήσει το κλασσικό μοτίβο της ομάδας των επιζώντων οι οποίοι θα αγωνιστούν για την επιβίωση και θα αναλάβουν την ευθύνη της διάσωσης του είδους μας. Θα φτιάξει μια πλειάδα χαρακτήρων με αρκετή ζωντάνια, καθώς ο καθένας φέρει τη δική του ιστορία, συχνά ρομαντική και συναισθηματική, αλλά πρωτίστως χιουμοριστική. Και παρά το γεγονός ότι καθώς περνάει η ώρα η ταινία μοιάζει να επαναλαμβάνεται, το σίγουρο είναι ότι οι θεατές θα εγκαταλείψουν την αίθουσα νιώθοντας «γεμάτοι». Και αυτό είναι επιτυχία του ίδιου του σινεμά, εδώ σε μια καθαρά αυτοαναφορική στιγμή του.


Αχιλλέας Παπακωνσταντής


Sunday, August 19, 2007

The Band Wagon (1953), του Vincente Minnelli


Όταν ανοιγοκλείνουμε τα μάτια, πόση από την μαγεία χάνουμε; Πόση από την εικόνα μας διαφεύγει; Έχει σημασία αν τα κλείσαμε μόνο για ένα δευτερόλεπτο; Γιατί ο χρόνος είναι πάντα ένας «υπολογίσιμος» παράγοντας. Αλλά όχι εδώ. Εδώ στερείται σημασίας. Η ομορφιά, έτσι όπως την αντιλαμβάνονται τα μάτια μας, δεν είναι μετρήσιμη. Τουλάχιστον όχι με συμβατικά, αριθμητικά συστήματα. Σήμερα την είδα πάλι. Την μπαλαρίνα του ονείρου, να πατάει ελαφρά στον ουρανό μου. Είδα και όλο αυτό το χρώμα να ξεπηδάει από τριγύρω και να την αγκαλιάζει. Κόκκινο, γαλάζιο, χρυσαφί. Είδα όλο τον κόσμο να μεταμορφώνεται σε ένα ξέφρενο μπαλέτο. Και δεν ήθελα να κλείσω τα μάτια μου ούτε στιγμή.

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 50 και ένα κ
ινηματογραφικό είδος που μετρούσε ήδη μια εικοσαετία ζωής έφτανε τώρα στην ακμή του. Τα musical εμφανίστηκαν αρχικά (με τον Busby Berkeley εξέχουσα μορφή τους) ως το απόλυτο genre της ψυχαγωγίας, της απόδρασης. Ο μόνος σκοπός τους ήταν να προσφέρουν στον καταπονημένο λαό μια φαντασμαγορική διέξοδο από την σκληρή πραγματικότητα. Στο πέρασμα του χρόνου εμπλουτίστηκαν, δε δίστασαν να «σκοτεινιάσουν» επικίνδυνα (Meet me in St.Louis, My dream is yours), ακόμα και να αποκτήσουν πολιτική χροιά. Και μέσα από αυτήν την πορεία, φτάνουμε στην κορυφή. Φτάνουμε στο The Band Wagon.


Ο Minnelli είναι ασύγκριτος. Οι ταινίες του δεν αποτελούν ακριβώς ένα παράθυρο σε έναν άλλο, φανταστικό κόσμο. Σου δίνουν την ευκαιρία να μεταμορφώσεις τον ήδη υπάρχοντα. Κάθε πλευρά της πραγματικότητας γίνεται μια μουσικοχορευτική σκηνή. Με τα λόγια του Martin Scorsese, “The world is a stage and it belongs to those who can sing and dance”. Φανερά γοητευμένος από το σουρεαλισμό, ο Minnelli παρασύρεται από την ονειρική του φύση και αφήνει την ταινία του να αναδειχτεί σε θρίαμβο του ονείρου πάνω στη ζωή. Σε θρίαμβο της εικόνας. Ο ίδιος υποστήριζε πως το μόνο που τον ένοιαζε κάθε φορά ήταν η ιστορία. Αυτή ήταν το επίκεντρο όλων των προσπαθειών του στη δημιουργία μιας ταινίας. Όχι η εικόνα; Μα φυσικά και όχι. Οι ιδιοφυίες δεν προσπαθούν να είναι ιδιοφυίες. Απλά δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Και ο Minnelli ήταν μια ιδιοφυία της εικόνας. Και αυτό το όφειλε στη διαίσθησή του, και όχι σε οποιασδ
ήποτε μορφής υπολογισμούς. Βέβαια, αυτή η αλάνθαστη διαίσθηση είχε κτιστεί υπομονετικά μέσα από την προϋπηρεσία του Minnelli σε διάφορα πόστα στον κόσμο του θεάματος (ντεκόρ, κουστούμια, φωτογραφία). Και όταν έφτασε να σκηνοθετεί, ο ίδιος λέει πως όφειλε την εικόνα των ταινιών του στο μεγάλο είδωλό του, τον Max Ophuls. Αυτό όμως που είναι προφανές σε όποιον έχει δει έστω και ένα φιλμ του είναι ότι ο Minnelli είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Ένας γνήσιος metteur en scene. Τα κάδρα του είναι στημένα με μεγάλη φροντίδα. Όλα βρίσκονται στη θέση τους. Μια «πλήρης» αρμονία προορισμένη να σαγηνεύσει τα μάτια του θεατή, που ανήμπορα να αντιδράσουν, αντικρίζουν με δέος και με μία απερίγραπτη ηδονή τα επί της οθόνης τεκταινόμενα. Απλά μελετήστε προσεκτικά κάποιο από τα χορευτικά νούμερα στο The Band Wagon. Προσέξτε τη ρευστή, αβασάνιστη κίνηση της κάμερας, η οποία συμμετέχει αρμονικά στη χορογραφία. Τραβήξτε το βλέμμα σας από τους πρωταγωνιστές και επικεντρώστε το στους κομπάρσους. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη, όλα είναι μέρος αυτού του υπέροχου κόσμου και τίποτα δεν μοιάζει παράταιρο. Και όλα αυτά μέσα από μακριές σε διάρκεια λήψεις και μονοπλάνα σεμιναριακά. Ναι, το The Band Wagon είναι ένα εξαιρετικό δείγμα κινηματογράφου. Και είναι γεμάτο από αξέχαστες σκηνές / τραγούδια. Το Shine your Shoe, το That’s entertainment (που και ως φράση μόνο έχει αφήσει εποχή), το ξεκαρδιστικό Triplets. Μα δύο σκηνές μόνο θα αρκούσαν για να το εξυψώσουν στο επίπεδο του αριστουργήματος. Το Dancing in the dark είναι πολύ απλά η κορύφωση κάθε έννοιας ρομαντισμού. Ένας άντρας και μία γυναίκα, σε ένα πάρκο που έχει χτιστεί θαρρείς μόνο για αυτούς. Γεννημένοι για να χορέψουν μαζί αυτό το χορό, με τα κτίρια, τα φώτα και ολόκληρη την πόλη να απλώνονται πίσω τους σαν ένα χάρτινο ντεκόρ. Γιατί όλα τα υπόλοιπα για αυτούς είναι ψεύτικα. Η μόνη αλήθεια κρύβεται στα αισθήματα του ενός για τον άλλο. Και φυσικά το μοναδικό Girl Hunt Ballet που κλείνει την ταινία σε ένα τελευταίο εικοσάλεπτο έκστασης. Αναπαριστώντας μια νουάρ ατμόσφαιρα που παίρνεις όρκο πως έχει ζωντανέψει μέσα από τις σελίδες κάποιου διηγήματος του Mickey Spillane, μένεις να χαζεύεις τα καλύτερα ίσως χορευτικά νούμερα στην ιστορία. Και μέσα στο Dem Bones Café, η Cyd Charisse με μία κίνηση αφήνει το παλτό της να πέσει για να αποκαλυφθεί, σε μια από τις πιο σέξι στιγμές στο σινεμά, το υπέροχο κόκκινο φόρεμά της. Και μετά…αυτή και ο Fred Astaire αναλαμβάνουν δράση και εσύ τους χαζεύεις. Εκείνος απλά ο καλύτερος. Για εκείνη, αρκεί μια φράση του ίδιου του Astaire. “When you dance with Cyd Charisse, you’ve been danced with”.

Μέρος της γοητείας του Band Wagon είναι η σύνδεσή του με πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα. Ο Fred Astaire υποδύεται τον Tony Hunter, έναν ξοφλημένο ηθοποιό, σε μια εποχή που ο ίδιος ο Astaire σκεφτόταν σοβαρά το ενδεχόμενο της απόσυρσης. Το ζεύγος των συγγραφέων, οι Morton, είναι προφανώς βασισμένο στο
υς ίδιους τους σεναριογράφους της ταινίας, Betty Comden και Adolph Green. Ο χαρακτήρας του ταλαντούχου αλλά μεγαλομανούς σκηνοθέτη (που ενσαρκώνει σκαμπρόζικα ο Jack Buchanan) είναι μεν βασισμένος στον Jose Ferrer, ένα διάσημο δημιουργό του Broadway εκείνης της περιόδου, αλλά είναι προφανές ότι φέρει σαν κληρονομιά κάτι από τον Orson Welles, γεγονός που και ο Minnelli αργότερα παραδέχτηκε. Αυτό που δεν κατάλαβε μάλλον ούτε και ο ίδιος, είναι πόσο από τον ίδιο του τον εαυτό άφησε να φανεί σε αυτόν τον χαρακτήρα. Το The Band Wagon (μαζί ίσως με μία άλλη δημιουργία του Minnelli, το Meet me in St.Louis) αποτελούν τις καλύτερες επιλογές για πρωινή προβολή. Με γεμίζουν με αισιοδοξία, με χρώμα, με ρυθμό, με δύναμη, αλλά και με την ευχή ότι κάποια στιγμή θα φτάνει η νύχτα και δε θα νιώθω την ανάγκη να τα δω και πάλι. Μέχρι τότε…

Get Aboard!!


To κείμενο είναι του φίλου μου Αχιλλέα Παπακωνσταντή.


Monday, July 30, 2007

The Departed (2006), του Martin Scorsese.


Προς το τέλος του '
AFTER HOURS', ο Πωλ λέει: «Το μόνο που θέλω είναι να ζήσω.». Μια ατάκα που συνοψίζει τον μέγιστο ίσως προβληματισμό, αλλά και την διαρκή αγωνία του Martin Scorsese. Τις ενοχές που ο καθολικισμός του φόρτωσε, παιδί ακόμα, ως ένα ακόμη βάρος που δύσκολα ξεχώριζε από το άσθμα από το οποίο υπέφερε. Τι επιζητά ο σκορσεζικός ήρωας; Την ελευθερία. Ελευθερία της επιλογής κατά πρώτο λόγο. Αυτό μας έμαθαν ότι ξεχωρίζει τον άνθρωπο ως ον, και δη τον ελεύθερο άνθρωπο. Η δυνατότητα της επιλογής του δρόμου που θα ακολουθήσουμε. Αυτό μας έμαθαν γιατί αυτό τους βολεύει να πιστεύουμε. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική.

Ο Billy Costigan και ο Collin Sullivan θέλουν απλά να ζήσουν. Από μικρά παιδιά όμως έχουν γνωρίσει την αλήθεια. Η ελευθερία της επιλογής δεν είναι παρά μία ψευδαίσθηση. Είναι αλήθεια ότι εμείς οι ίδιοι πατάμε τη σκανδάλη, αλλά μόνο επειδή όλο το βάρος του κόσμου πιέζει το δάχτυλό μας. Το μόνο που μένει αναμφισβήτητα για μας είναι το φορτίο που ακολουθεί. Ποιοι παράγοντες όμως καθορίζουν την πορεία μας;

Ο Scorsese, έχοντας διεισδύσει ουκ ολίγες φορές στα ενδότερα της αντρικής ψυχής, γνωρίζει καλά το ρόλο που ο άντρας επωμίζεται από μικρό παιδί κιόλας. Το περιβάλλον ορίζει την ύπαρξή του, τις φιλοδοξίες που επιτρέπεται να έχει και τους σκοπούς που οφείλει να υπηρετήσει. Σε ένα πρώτο εικοσάλεπτο σκηνοθετικού παροξυσμού, τα πιόνια στήνονται. Ο ένας μοίρασε τον εαυτό του στα δύο αναζητώντας καταφύγιο από τη βία (όχι πάντα σωματική) που ξεδιπλωνόταν μπροστά του. Ο άλλος ενηλικιώθηκε απότομα, μόνο και μόνο για να αφήσει την ευάλωτη ορφάνια του και να κουλουριαστεί στο ασφαλές καταφύγιο που βρέθηκε (μοιραία;) στο δρόμο του. 'War is just a shot away' προειδοποιούν Costello και αστυνομία, προσφέροντας την ανθρωποφάγα αγκαλιά τους στους μοναχικούς ήρωες.

Αμφότεροι αποδέχονται. Γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Από εδώ και πέρα γίνεται προφανές, ό,τι ίσχυε από τη στιγμή που οι δυο τους ήρθαν σε αυτόν τον κόσμο. Οι ζωές τους ακολουθούν παράλληλη τροχιά. Γεννήθηκαν στη βία, ανατράφηκαν μέσα της, ανδρώθηκαν μέσω αυτής. Το τέρμα είναι προαποφασισμένο από την εκκίνηση κιόλας. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλο. Με το αιματηρά λυτρωτικό του φινάλε, το Departed δεν απονέμει δικαιοσύνη, όπως βιάστηκαν πολλοί να το κατηγορήσουν στριμώχνοντάς το στις συμβάσεις μιας τυπικής αμερικανικής περιπέτειας. Δεν απονέμει δικαιοσύνη, τουλάχιστον σύμφωνα με το ιδεώδες αυτής. Συνοψίζει απλώς την ιστορία δύο αγοριών που «αποχωρίστηκαν» από την πίεση των διαφορετικών περιστάσεων, για να ξαναενωθούν στο τέλος, στην οριστική αποχώρηση. (Τι υπέροχος τίτλος «Οι Αποχωρίσαντες» σε αντίθεση με τον τραγικό ελληνικό «Πληροφοριοδότης»). Τελικά αφηγείται την ιστορία ενός και μόνο αγοριού..

Θα μπορούσαν να είναι ο ένας στη θέση του άλλου (δεν είναι τυχαία η επιλογή των ηθοποιών από φυσιογνωμικής απόψεως). Αλλά τι σημασία έχει; Λίγα θα άλλαζαν. Αν η πορεία μας είναι προαποφασισμένη, οι ρόλοι που αναλαμβάνουμε είναι απλές μάσκες. Φοράμε προσωπεία, ανάλογα με τους βραχυπρόθεσμους στόχους, και τα αλλάζουμε με τέτοια συχνότητα που το αληθινό μας πρόσωπο έχει πλέον θαφτεί για τα καλά. Ναι, είναι επίπονο για τον Billy και τον Collin να προσποιούνται διαρκώς ότι είναι κάποιος άλλος, αλλά ποιοι πραγματικά είναι; Δύο σκηνές είναι καταλυτικές. Στην μία, ο Billy μόνος στο άδειο σπίτι του, αναζητά την ταυτότητά του κοιτώντας οικογενειακές φωτογραφίες. Μέσα από τη σιωπή του ακούγεται ξεκάθαρα η κραυγή, σπαραχτική: «Πού είναι η ζωή που μου υποσχεθήκατε;». Στην άλλη, ο Collin εξομολογείται στη γυναίκα που αγαπάει ότι θέλει να φύγει μακριά. Μακριά από όλα όσα χαρακτηρίζουν τη ζωή του, ή καλύτερα την απουσία αυτής.

Aλλά και για τους δύο η σωτηρία είναι αποκλεισμένη. Ο Scorsese μιλάει για μία ακόμα φορά για τον καταδικασμένο άντρα και ποτέ του δεν του χαρίστηκε. Jake La Motta, Henry Hill, Newland Archer, Howard Hughes. Και τώρα, Billy Costigan / Collin Sullivan. Δεν υπάρχει διαφυγή παρά μόνο στο θάνατο. Και αυτό τελικά είναι η λύτρωση (που πάντως στους παλαιότερους δεν προσέφερε). 'How's your mother?' 'She's on her way out' 'We all are. Act accordingly.' Αυτός ο εκ πρώτης όψεως ασήμαντος και χιουμοριστικός διάλογος είναι χαρακτηριστικός για το ύφος της ταινίας και προοικονομεί τις εξελίξεις. Χωρίς τη δύναμη της επιλογής, οι πράξεις μας μοιάζουν να στερούνται νοήματος. Εξ ου και η απουσία ηθικής από όλες τις πλευρές. Δεν υπάρχει πια αυτή η υπερηφάνεια ως εναρκτήριο σημείο των πράξεων κάθε χαρακτήρα. Ούτε ο σεβασμός (έστω και σταδιακά αναπτυσσόμενος) για την άλλη πλευρά (βλέπε, την πορεία της σχέσης ανάμεσα στον Άμστερνταμ και τον Μπιλ στις Συμμορίες). Είμαστε άραγε μπροστά σε έναν σκορσεζικό μηδενισμό;

Πάντως, δε διαφαίνεται ελπίδα. Είμαστε όλοι μαριονέτες, φοράμε τις μάσκες μας κάθε φορά που βγαίνουμε από τον ιδιωτικό μας χώρο και χορεύουμε στον σκοπό που έχει εκ των προτέρων καθοριστεί για εμάς. Στο τέλος της ταινίας δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για κανέναν. Όλοι τους ήταν πιθανοί ρουφιάνοι, όλοι τους σίγουροι υποκριτές. Το πολιτικό σχόλιο για τη σημερινή Αμερική είναι προφανές ('This is a nation of fucking rats', ο αρουραίος στο ίδιο κάδρο με το κυβερνητικό κτίριο). Ωχριά όμως μπροστά στο σχόλιο για την ανθρώπινη φύση. Και ο κύκλος θα συνεχιστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι η Madolyn θα φέρει στον κόσμο ένα αγόρι, πιθανότατα έναν ακόμα καταδικασμένο σκορσεζικό ήρωα.

Ο Scorsese όμως δεν είναι μισάνθρωπος. Αγαπάει τους ήρωές του, υποφέρει μαζί τους και δεν έχει καμία πρόθεση να αποστασιοποιηθεί από αυτούς. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Όπως στο συγγενικό Goodfellas, χειρίζεται την «κακή» πλευρά με ξεχωριστή φροντίδα, κάνοντάς την άκρως ελκυστική. Ποιος μπορεί να αρνηθεί το πόσο διασκεδαστική και ψυχαγωγική παρέα είναι ο Frank Costello, o Mr. French, ο Fitz, αλλά και ο «βρώμικος» των μπάτσων Dignam; Επίσης, βλέποντας τον τρόπο στρατολόγησης του Costello δίπλα - δίπλα με αυτόν της αστυνομίας, νομίζω ότι πολύ πιο δελεαστική φαίνεται η «τυπικά» κακή πλευρά που εκπροσωπεί ο Jack Nicholson.

Ναι, ο Martin είναι ο μεγαλύτερος των εν ζωή αμερικανών σκηνοθετών. Γυρίζει αυτή την ταινία πολύ εύκολα, και το κάνει πρώτα - πρώτα διασκεδάζοντας ο ίδιος. Μπορεί να χρησιμοποιεί το πολυφορεμένο παιχνίδι της «γάτας που κυνηγά το ποντίκι (αρουραίο;;;)», αλλά κανείς άλλος δε διαθέτει τη σιγουριά με την οποία αυτός οργανώνει την ταινία του, σκηνή - σκηνή. Η κάμερά του κάνει τα γνωστά κόλπα της. Επιθετική, νευρική, αεικίνητη, ξεσαλώνει εφευρίσκοντας απίθανες γωνίες λήψεως σε έναν ξεσηκωτικό ρυθμό που ενορχηστρώνεται από το ευφυέστατο μοντάζ (το καλύτερο εδώ και χρόνια) και τα κιθαριστικά όργια του χαμαιλέοντα Shore. Οι αμφίσημοι χαρακτήρες, τα σκοτεινά σοκάκια της Βοστόνης, απολαυστικά διαλογικά μέρη και ιδού ένα μεταμοντέρνο φιλμ νουάρ. Αυτόματα κλασικό.



To κείμενο είναι του φίλου μου Αχιλλέα Παπακωνσταντή.


Sunday, July 8, 2007

Bridge to Terabithia (2007), του Gabor Csupo


Δύο παιδιά, ο Jesse και η Leslie, αναπτύσσουν μια δυνατή φιλία που θα αλλάξει τη μοναχική τους ζωή.

«Close your eyes, and keep your mind wide open». Αυτό συμβουλεύει η Leslie τον Jesse. Μια συμβουλή που θα επαναλάβει λίγο αργότερα και η δασκάλα τους. Μια συμβουλή που απευθύνεται ταυτόχρονα σε όλους εμάς, τους θεατές αυτού του κινηματογραφικού παραμυθιού, ανεξαρτήτου ηλικίας.

Η ζωή είναι γεμάτη δυσκολίες. Μια διαρκής αίσθηση μοναξιάς στο δωμάτιό σου, ενοχλητικοί συμμαθητές που δε σε αφήνουν στην ησυχία σου, στο σπίτι οι γονείς μονίμως πίσω από το τείχος που το άγχος των οικονομικών προβλημάτων έχει ορθώσει, μια ξαφνική απώλεια. Το πώς αντιμετωπίζεις αυτές τις καταστάσεις εξαρτάται από τον τρόπο που τις αντικρίζεις. Τα μάτια σου κάποιες στιγμές δεν μπορούν να βοηθήσουν. Το βλέμμα όμως που ελευθερώνουμε σαν κλείσουμε εκείνα, μπορεί να μας πετάξει σε μέρη μακρινά. Αλήθεια, που να βρίσκεται η Τεραμπίθια μου;

Το να βρεις τη γέφυρα που οδηγεί εκεί είναι δύσκολο, πόσο μάλλον να τη διασχίσεις. Απαιτεί επιμονή, υπομονή και πίστη στη δύναμη που κρύβουμε μέσα μας. Τα μικρά παιδιά τα καταφέρνουν ευκολότερα. Όχι γιατί έχουν μεγαλύτερη φαντασία, κάτι τέτοιο δεν ισχύει άλλωστε. Όσο περνούν τα χρόνια, αυξάνονται οι εμπειρίες μας και μεγαλώνει το υλικό που βρίσκεται καλά κρυμμένο στο υποσυνείδητό μας. Και αυτό είναι η πηγή της φαντασίας μας. Απλώς, τα μικρά παιδιά δεν αυτολογοκρίνονται. Δεν έχουν αναπτύξει αυτή τη «μάσκα», το κοινωνικό προσωπείο, το οποίο τελικά καθορίζει εμάς τους ενήλικες και μας κάνει να συμπεριφερόμαστε όπως αυτό επιβάλλει. Τα παιδιά λειτουργούν με ελεύθερους συνειρμούς, απλά επειδή εμπιστεύονται τον αυθορμητισμό τους. Δεν ξέρουν ακόμα να λειτουργούν διαφορετικά.

Το να χτίσεις εσύ τη γέφυρα που οδηγεί εκεί και να δείξεις το δρόμο και στους άλλους είναι ακόμα πιο δύσκολο. Και εδώ το φιλμ (και φυσικά το βιβλίο στο οποίο είναι και βασισμένο) κάνει μια πολύ έξυπνη παρατήρηση για το ρόλο του καλλιτέχνη. Προσέξτε πως τονίζει την καλλιτεχνική φύση των δύο μικρών ηρώων. Η Leslie είναι μια μικρή συγγραφέας, ενώ ο Jesse ασχολείται παθιασμένα με τη ζωγραφική. Είναι δύο δημιουργικοί άνθρωποι, μάλιστα η Leslie (η οποία και οδηγεί τον Jesse στην Τεραμπίθια) προέρχεται από μια οικογένεια συγγραφέων. Αν οι καλλιτέχνες έχουν την ικανότητα (επίκτητη ή εκ γενετής;) να κοιτούν με άλλα μάτια τον κόσμο, έχουν το καθήκον να δείξουν και στους υπόλοιπους τον τρόπο.

Ο Gabor Csupo αποδεικνύεται συνεπής. Θέλει να μας δείξει πώς θα βρούμε την Τεραμπίθιά μας και γνωρίζει καλά πως για να το πράξει, πρέπει να απευθυνθεί πρωτίστως στην καρδιά μας. Έτσι, επιλέγει σοφά να κρατήσει μακριά από την ταινία του τα περίτεχνα και πανάκριβα εφέ, κάνοντας την αφήγησή του πιο ρεαλιστική, πιο ανθρώπινη. Προικισμένος με ένα πρωταγωνιστικό ζευγάρι που λάμπει και με δευτεραγωνιστές στο ύψος τους (με κορυφαία τη γλυκύτατη για μία ακόμη φορά Zooey Deschannel), τούτη η γέφυρα μας καλεί να τη διαβούμε. Και το κάνουμε, συγχωρώντας της την μάλλον παιδική αφήγηση και το κάπως παραφορτωμένο σενάριο που κάνει την μιάμιση ώρα να φαίνεται σίγουρα μεγαλύτερη.

To κείμενο είναι του φίλου μου Αχιλλέα Παπακωνσταντή.


Η ταινία βγήκε στις ελληνικές αίθουσες στις 7 Ιουνίου 2007.


Saturday, July 7, 2007

SherryBaby (2006), της Laurie Collyer



Η Σέρυ έχει μόλις αποφυλακιστεί και προσπαθεί να αποκαταστήσει τη ζωή της και, κυρίως, τη σχέση της με την μικρή κόρη της.

Η ανάγκη για αποδοχή είναι σύμφυτη με τον άνθρωπο. Η ανάγκη μας να αγαπηθούμε και οι άλλοι να μας δείχνουν έμπρακτα αυτήν την αγάπη μάς ακολουθεί από τη στιγμή που αποκτούμε συνείδηση του εαυτού μας μέχρι το τέλος. Πρόκειται για μία αδυναμία συνυπεύθυνη για την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου είδους. Μας κάνει απρόβλεπτους, πλούσιους σε αντιδράσεις και, εν τέλει, όμορφους. Ταυτόχρονα όμως μας οδηγεί σε ακρότητες, στον ανταγωνισμό, στη δυστυχία.

Με τούτη την άσχημη πλευρά ασχολείται κατά κύριο λόγο η Laurie Collyer στην πρώτη της ταινία μυθοπλασίας. Οι χαρακτήρες της, με επικεφαλή τη Σέρυ, αγωνίζονται διαρκώς να γίνουν αποδεκτοί. Ο καθένας παλεύει με τα μέσα που διαθέτει για να κερδίσει μια καθαρή και σταθερή πηγή αγάπης. Και αν αυτό είναι προφανές για την άρτι αποφυλακισθείσα ηρωίδα, αξίζει να παρατηρηθεί και στους υπολοίπους (ο αδερφός της Σέρυ από τη γυναίκα του, εκείνη από την μικρή Αλέξις, ο αστυνομικός από την κοινωνία χρησιμοποιώντας τη δύναμη της στολής, κτλ.). Επίκεντρο όλων αυτών και ,τελικά, θύμα του ιδιόμορφου αυτού ανταγωνισμού, η μικρή κόρη της Σέρυ. Στα πρώτα βήματα της ζωής της βρίσκεται μπερδεμένη ανάμεσα σε δυο μαμάδες, έναν θείο για μπαμπά, έναν παππού στον κόσμο του και μία αδυσώπητη, αν και κρυμμένη, ανταλλαγή πυρών.

Από εκεί και πέρα, το Sherrybaby είναι μία κλασική ιστορία προσαρμογής ενός outsider στην άγρια ζούγκλα της σύγχρονης κοινωνίας. Ενός αντιήρωα που μετανοεί για τις αμαρτίες του παρελθόντος, αλλά ό,τι και να κάνει μοιάζει να είναι λάθος. Με άλλα λόγια, ενός χαρακτήρα που το σύγχρονο ανεξάρτητο σινεμά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δείχνει να έχει εξαντλήσει. Ευτυχώς η Maggie Gyllenhaal μας παραδίδει μια αφοπλιστική ερμηνεία, μάλλον απρόσμενη, ειλικρινή και συνεπή, χωρίς να ενδίδει στις ευκολίες ενός εξ' ορισμού αβανταδόρικου ρόλου. Ωστόσο, δεν έχει υποστήριξη από τους δευτερεύοντες ρόλους, οι οποίοι κυμαίνονται από το υπερβολικό έως το κάκιστο (και μεγάλη ευθύνη σίγουρα βαρύνει και την σκηνοθέτη). Μοναδική εξαίρεση ο Danny Trejo, ο οποίος διόλου τυχαία ενσαρκώνει και τον πιο ισορροπημένο χαρακτήρα στην ταινία, ακριβώς επειδή δείχνει συμφιλιωμένος με την ανάγκη του για αποδοχή. Εξ' ου και η οριστική του απεξάρτηση από κάθε είδους καταχρήσεις.

Και ενώ η ταινία δεν αντιστέκεται καθόλου ούτε σε κλισέ (αυτό το άρπισμα της κιθάρας είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένο με κάθε ψυχολογική μετάπτωση του ήρωα στο σύγχρονο σινεμά) ούτε σε άτσαλα μεν, προβλέψιμα δε σεναριακά άλματα (η σχέση της Σέρυ με τον πατέρα της), η Gyllenhaal αποδεικνύεται ικανή να στηρίξει τα πάντα πάνω της και να σε κερδίσει με την αληθινή προσέγγιση της Σέρυ. Πράγμα αρκετό σε μια μέτρια κινηματογραφική χρονιά σαν τη φετινή.

Το Sherrybaby βγήκε στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη, 5 Ιουλίου 2007.

To κείμενο είναι του φίλου μου Αχιλλέα Παπακωνσταντή.


Wednesday, May 30, 2007

All the Real Girls (2003), του David Gordon Green


Η Νόελ επιστρέφει στην πατρίδα της, κάπου στον αμερικανικό νότο. Γνωρίζει τον κολλητό φίλο του αδελφού της, τον Πωλ, και ερωτεύονται, αλλά «κανείς δεν είπε ότι έπρεπε να είναι τέλειοι».

Clean slate. Ή αλλιώς καθαρό μητρώο. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι γεννιόμαστε με αυτό, είναι βέβαιο ότι στην πορεία το χάνουμε. Πότε ακριβώς; Από πότε βαρυνόμαστε με αυτό που, έτσι γενικά, αποκαλούμε παρελθόν; Από πότε οι επιλογές μας καθορίζονται εν όλω ή εν μέρει από τις προσωπικές μας αναμνήσεις, από την προσωπική μας ιστορία; Από τις πιο «ανώδυνες» (μια ταινία, ένα τραγούδι, ένα βιβλίο - πώς αλλιώς να τα κρίνουμε παρά βασιζόμενοι στα όσα έχουμε ήδη δει, ακούσει, διαβάσει, ζήσει ως τότε) έως τις πλέον καθοριστικές για τη ζωή μας. Και τότε έρχεται η θλιμμένη συνειδητοποίηση ότι όσους ανθρώπους και αν γνωρίσουμε στην υπόλοιπη ζωή μας, όσους έρωτες και αν γεννήσουν οι διψασμένες μας καρδιές, δεν μπορούν παρά να πλημμυρίζονται από το παρελθόν μας, από τις επιλογές εκείνες που, είτε μας κάνουν να υπερηφανευόμαστε είτε να μετανιώνουμε, τελικά θα περπατούν δίπλα μας μέχρι το τέλος. Πόσο τραγικό, όταν ξέρεις ότι έχεις μία μόνο ζωή, μία μόνο ευκαιρία.

«Όσα και αν έκανες στο παρελθόν, τα δέχομαι, από τη στιγμή που αυτά σε έκαναν αυτό που είσαι σήμερα», λέει κάποια στιγμή η Νόελ στον Πωλ. Μία φράση που θα μπορούσε να είναι ειρωνική σε σχέση με όσα θα επακολουθήσουν, αλλά η ηρωίδα αξίζει τη συγχώρεσή μας καθώς αγνοεί τη συμπαντική εξάρτησή μας από το παρελθόν, χωρίς κανένα περιθώριο ελιγμών. Μία φράση που θα μπορούσε να ακουστεί μελό, αλλά όχι από μια ηθοποιό σαν τη Zooey Deschanel.

Το παρελθόν είναι αυτό που έρχεται να καθορίσει την εξέλιξη του έρωτα ανάμεσα στην Νόελ και τον Πωλ. Το αν έρχεται ως τιμωρός ή ως εκπρόσωπος της (τυφλής) δικαιοσύνης, ο καθένας μας είναι ελεύθερος να το αποφασίσει. Ο χρόνος, λοιπόν, γίνεται πρωταγωνιστής όχι μόνο στο θεματικό άξονα, αλλά και στην αφηγηματική τεχνική που επιλέγει ο ταλαντούχος σκηνοθέτης. Ακυρώνοντας κάθε έννοια συμβατικού κινηματογραφικού χρόνου, μετατρέπει το σινεμά σε αληθινή ζωή και την πλήξη σε ποίηση. Συλλαμβάνει φευγαλέα με την κάμερά του όλες εκείνες τις στιγμές που περνούν πριν προλάβουμε να τις απολαύσουμε και ρίχνει τις ταχύτητες σε εκείνες που φαίνονται σαν να μην τελειώνουν ποτέ ακριβώς επειδή μας βρίσκουν να υποφέρουμε.

Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν φορτώνει την ταινία, η οποία κατορθώνει να είναι απίστευτα απλή και απλά πανανθρώπινη. Το «All the real girls» είναι η τρανή απόδειξη ότι για να φτιάξεις μια υπέροχη ταινία, δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο παρά ένα αγόρι και ένα κορίτσι, αρκεί να έχεις την ειλικρίνεια να κοιτάξεις την ανθρώπινη φύση χωρίς διάθεση αποστασιοποίησης, ωραιοποιητικής ή κατηγορικής. Και είναι η σίγουρη γνώση και η ειλικρίνεια του Green για τους μηχανισμούς της ανθρώπινης φύσης που κάνει την ταινία να είναι ταυτόχρονα λυρική αλλά και οδυνηρά ρεαλιστική. Πολύ πιθανό οι ήρωες να εκστομίσουν κουβέντες και να ψελλίσουν φράσεις που οι ίδιοι είτε έχετε πει είτε έχετε ακούσει στην αληθινή σας ζωή.


Η φύση, σε γενικότερο πλαίσιο, είναι ένας ακόμα πρωταγωνιστής στην ταινία. Ο Green δεν κάνει καμία προσπάθεια να αποκρύψει τις επιρροές του (κυρίως από τον μέγιστο
Terrence Malick
), αλλά επιλέγει σοφά να τις μεταφέρει σε εντελώς προσωπικό επίπεδο, στο δικό του, ολότελα ιδιοσυγκρασιακό στυλ, σε αυτό που δείχνει να γοητεύεται από τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, αφήνοντας τα μεγαλεπήβολα για τους άλλους. Μια μικρή, αλλά γλυκύτατη μπαλάντα είναι ολόκληρο το έργο, στοιχειωμένη από τα βλέμματα και τα αγγίγματα ανάμεσα στον Paul Schneider και την Zooey Deschanel (oh to get involved in the exchange of human emotions - κάτι τέτοιο πρέπει να είχε στο νου της η Bjork).


Το κείμενο είναι του φίλου μου Αχιλλέα Παπακωνσταντή.

Wednesday, May 16, 2007

Oldboy (2003), του Chan-wook Park

Τον Chan-wook Park τον γνώρισα στο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» με το αριστούργημά του “Sympathy for Mr. Vengeance” και, λίγο αργότερα, πολύ εντυπωσιασμένος από την δουλειά του αυτή, ανακάλυψα και το “ J.S.A.: Joint Security Area” ένα φιλμ που κινείται προκλητικά χαμηλότερα από το “Sympathy” και, το ίδιο προκλητικά, υψηλότερα από το 90% των ταινιών που βλέπω κάθε χρόνο. Κατάφερα να βρω επίσης ένα υπέροχο φιλμάκι μικρού μήκους του, το “Judgement”, που γύρισε το 1999, αλλά θα πούμε για όλα αυτά (και την υπόλοιπη δουλειά του) σε ένα αφιέρωμα όταν δω το “ I'm a Cyborg, But That's OK”, ίσως μέσα στην εβδομάδα.

Λατρεύω όταν οι ταινίες ισορροπούν τόσο σταθερά ανάμεσα στα θέματά τους, όπως κάνει το Oldboy. Με το ένα πόδι στο γνήσιο μελόδραμα και με το άλλο σε μια ακραία, αλλά όχι παλπ, βία, το φιλμ του Παρκ σηκώνει στις πλάτες του ταυτόχρονα και μία δεκαετία κινηματογράφου, καθώς προσωπικά την κατατάσσω στις καλύτερες ταινίες της περιόδου. Και για τον ίδιο είναι ένα στοίχημα με εις βάρος του πιθανότητες, που κερδίζει με το παραπάνω, διαλύοντας κάθε αμφιβολία, δίνοντάς μας αυτό το στιβαρό μοντέρνο νουάρ, με την κλιμάκωση και την κορύφωση αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Πόσο δύσκολα μπορείς να συγκρατήσεις ένα χειμαρρώδες σενάριο εκδίκησης και την οργή που έχεις χτίσει εσωτερικά του χαρακτήρα σου; Ενός χαρακτήρα που βρίσκεται ξαφνικά φυλακισμένος σε ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι και μία τηλεόραση(!), μια «όμορφη» φυλακή, αδυνατώντας να κατανοήσει τί είναι αυτό που τον οδήγησε εκεί. Να τρώει το γεύμα που του περνάνε από το κάτω μέρος της απροσπέλαστης πόρτας που σφραγίζει την φυλακή του – και ποιός του το δίνει; Ίσως αυτός που του καθαρίζει το δωμάτιο όταν αυτό γεμίζει με εκείνο το παράξενο αέριο και πέφτει αναίσθητος. Και που όταν ξυπνήσει θα είναι πάλι περιποιημένο κι αυτός με ένα νέο κούρεμα, ξυρισμένος και καθαρός. Αλλά θα παραμένει φυλακισμένος.

Ο Ο-Ντε-Σου μετά από 15 χρόνια προσπάθειας όμως, αποδρά μόνος του με τα ερωτήματά του αναπάντητα: Ποιός τον φυλάκισε; Γιατί; Κι ό,τι κι αν ήταν αυτό που έκανε, άξιζε 15 χρόνια; Έχει μόλις λίγες μέρες για να βρει τις απαντήσεις, να ζήσει ή να δράσει, όπως δεν έκανε τόσο καιρό.

Ο Παρκ είναι μεγάλος σκηνοθέτης και τα βγάζει πέρα. Ο ήρωάς του ζει τα τελευταία 15 χρόνια γνωρίζοντας τον κόσμο από την τηλεόραση. Ζωή γι’ αυτόν σημαίνει μιλένιουμ στο κέντρο της Σεούλ, γκολ για την κορεατική ομάδα ποδοσφαίρου, εκλογή του νέου Προέδρου, ένα γυναικείο χορευτικό σόου που του λυγίζει την αξιοπρέπεια. Ζωντανός γι’ αυτόν είναι αυτή η μικρογραφία που κινείται στις 20 ίντσες που τον συντροφεύουν. Γι’ αυτό μια από τις πρώτες σκηνές του Ο-Ντε-Σου στον έξω κόσμο, όπου πρώτο του μέλημα είναι να χωθεί βίαια στο πρώτο εστιατόριο και να παραγγείλει «κάτι ζωντανό», αποκτά τέτοια δύναμη. Δεν θέλει να ικανοποιήσει την βιοποριστική ανάγκη του για τροφή, αλλά να καταβροχθίσει την ίδια τη ζωή, αυτή που στερήθηκε 15 χρόνια και που τώρα θα μπουκωθεί, προσπαθώντας να τα βάλει με τον χρόνο- τι ειρωνεία!

Τα όπλα του Παρκ είναι φανερά. Το αιχμηρό του χιούμορ που διαλύει ολοκληρωτικά κάθε διάθεση φορτωμένου δράματος, το σοβαρό του σεναρίου του που δεν αφήνει περιθώρια στον χαβαλέ της ακραίας βίας του και το γεγονός ότι ο ο ίδιος τολμά. Να εκθέσει πέραν των ορίων τον ήρωά του με αυτή την αριστοτεχνική κλιμάκωση της κατάστασής του, να ισορροπεί στις επιλογές του να συνεχίσει να ζει ή να ακολουθήσει την λογική του εμμονή κι αδυναμία να αναζητήσει τις απαντήσεις, να βυθιστεί στο παιχνίδι που του έστησαν, να σκεφτεί και να αναλύσει την παραμικρή κίνηση της ζωής του, ρισκάροντας, μεταξύ άλλων, την ψυχική του υγεία. Και τέλος η ατομική του βόμβα, ο σαρωτικός Min-sik Choi, μια ερμηνεία εξωπραγματική, ένας ποταμός έκφρασης συναισθημάτων, πονάει, υποφέρει, γελάει ειρωνικά κι εμείς τον ακολουθούμε - ακουσίως. Μας τραβάει. Μας σέρνει.

Όσο ο Ο-Ντε-Σου (κι εμείς μαζί του) ταιριάζει όλο και περισσότερα κομμάτια σε αυτό το εφιαλτικό παζλ τόσο οι απαντήσεις γίνονται πιο τρομακτικές, καθώς το ΠΟΙΟΣ απαντάται γρήγορα και ευτελίζεται αλλά το ΓΙΑΤΙ παραμένει. Και γίνεται πιο αρρωστημένο, ένα πρωτοφανές σοκ που ο Παρκ έχει χτίσει τόσο πειστικά με την αφήγησή του, που σκάει στα μούτρα και του πιο υποψιασμένου θεατή με το ωστικό κύμα που προκαλεί.

Το φιλμ είναι τόσο κουλ στυλιζαρισμένο, με σκηνές που καρφώνονται στο νου του θεατή και με ένα υπέροχο σάουντρακ βαλς ανακατεμάτων, αποτέλεσμα μοναδικό. Η σκηνή με το τρίλεπτο μονοπλάνο όπου ο Ο-Ντε-Σου συνθλίβει, κινηματογραφική αδεία, μια ολόκληρη συμμορία σε έναν στενό διάδρομο, με ένα μαχαίρι μονίμως καρφωμένο στην πλάτη του είναι η χαρακτηριστικότερη, αλλά όχι η μοναδική σκηνή ανθολογίας , ένας ακόμη άσσος από το μανίκι του Παρκ. Το Oldboy παραμένει μια retinal ηδονή, αλλά ο δημιουργός του δίνει στο φαινομενικά τετριμμένο θέμα της εκδίκησης μια σεμιναριακή προσέγγιση άνευ προηγουμένου. Και κάθε φορά που θα βλέπουμε το Oldboy, θα γυρίζουμε με απορία το κεφάλι: Πώς διάολο έχασε τον Χρυσό Φοίνικα από το ανεκδιήγητο Φαρενάιτ 9/11 ;;;