Tuesday, August 25, 2009

The Curious Case of Benjamin Button (2008), του David Fincher






Το κείμενο που ακολουθεί είναι εμπνευσμένο από την εξαιρετική ματιά του φίλου Ηλία Δημόπουλου στο φιλμ, όπου συνόψισε με ενοχλητική ευστοχία την αντίστοιχη προσωπική του υπογράφοντος σε αυτό. «Θεού θέλοντος και Καιρού επιτρέποντος», έλεγαν οι παλιότεροι.

Κάθε ζωντανό ον στον άλλοτε μίζερο κι άλλοτε εξαιρετικά συναρπαστικό πλανήτη μας κουβαλάει πάνω του ένα ρολόι. Ένα ελαφρώς χαλασμένο ρολόι αφού άλλο μετράει γρήγορα κι άλλο αργά (βασανιστικά ή προς τέρψιν μιας ευτυχισμένης ζωής, αυτό έχει πολύ μεγάλη βιολογική, φιλοσοφική και κοινωνιολογική σημασία, αλλά είναι εκτός των στόχων του παρόντος κειμένου), πάντοτε όμως προορισμένο, με την υποχονδριακά προσεκτική, την κάκιστη ή την στοιχειωδώς καλή του συντήρηση, να κολλήσει τους δείκτες του για πάντα. Το στοίχημα τούτης της θλιβερά μικρής ή βαμπιρικά μεγάλης περιπλάνησης είναι να κερδίσουμε στα σημεία τον αντίπαλο πριν αυτός δεδομένα μας ρίξει στο καναβάτσο. Να προλάβουμε με την καρδιά μας να κλέψουμε εκείνες τις στιγμές που αργότερα θα φυλάξουμε στο μυαλό μας για πάντα (και εκεί είμαστε, ευτυχώς, θριαμβευτές), έναν μηρυκασμό δηλαδή: Απ’ το μυαλό για λίγο στην καρδιά, ένα χαμόγελο στο πρόσωπο και πίσω στο σεντούκι του μνημονικού. Και κάπως έτσι περνάνε οι ζωές όλων.

Ο Χρόνος δεν είναι σαρωτικός γιατί οδηγεί έναν προδιαγεγραμμένο βηματισμό προς τον Θάνατο, αυτό θα ήταν απαράδεκτα μοιρολατρικό. Ο Χρόνος είναι αμείλικτος μόνο για το μικρό εκείνο διάστημα, την στιγμή εκείνη, όπου το παρόν γίνεται παρελθόν και δεν προλάβαμε να αγγίξουμε, να μιλήσουμε, να νιώσουμε κάποιον, να πάρουμε μια διαφορετική απόφαση, να ζήσουμε το πάθος πριν τη λογική. Για τον λόγο αυτό άλλωστε μια εξαιρετική σπουδή στην έννοια και την επίδραση του Χρόνου σαν τούτη εδώ γίνεται εμμονοληπτική. Όλες όμως εκείνες οι αντιθέσεις που είναι η μήτρα της ανθρώπινης φύσης (η μίζερη ή συναρπαστική οπτική του κόσμου, η αξιολόγηση των στιγμών) ενώνονται υπό μια οικουμενική αλήθεια για την πραγματική ζωή του ανθρώπου, όπως αυτή πορεύεται: Από τον Έρωτα εκκινεί και στον Θάνατο καταλήγει, οτιδήποτε κι αν συμβεί ενδιάμεσα.

Η ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον είναι παράξενη απλώς γιατί αυτός γεννιέται με συνθήκες διαφορετικές: Με ένα γερασμένο σώμα ως παιδί και με ένα μωρουδιακό λίγο πριν τον φυσιολογικό του θάνατο, ωστόσο και τούτη η ζωή οδηγείται από την μεγάλη οικουμενική αλήθεια της εκκίνησης και της κατάληξής της. Όπως ο καθένας, έτσι και ο Μπέντζαμιν επιλέγει να ζήσει την (παράξενη) ζωή του όπως εκείνος θέλει (αλλά και όπως εκείνη του επιτρέπει). Και, ευτυχώς, ζει το τώρα αδιαφορώντας για το νόημα μιας ζωής που, ούτως ή άλλως, είναι μάλλον σύντομη. Από την αρχή ως το τέλος ή, εν προκειμένω, από το τέλος ως την αρχή. Πριν ο Fincher γεμίσει με ιστορίες κάτω από την ομπρέλα της χρονοϊστορίας του το φιλμ, πριν εγκλωβιστούμε μαζί με τον εκπληκτικό Μπραντ Πιτ σε βλέμματα απορίας, έχει φροντίσει να παραδοθεί στον Χρόνο, βαδίζοντας επικίνδυνα σε μια μοιρολατρική γραμμή: Ο ωρολογοποιός που φτιάχνει ένα ρολόι του οποίου οι δείκτες γυρνούν ανάποδα και ύστερα αποσύρεται στη γνώση του ότι ο Χρόνος δεν σταματά, πόσω μάλλον δεν γυρνά πίσω κατά βούληση. Και μαζί με αυτόν ούτε οι νεκροί του, ούτε οι μοναδικές στιγμές που πήρε στο φευγιό του. Και γι’ αυτό η γερασμένη Ντέιζι βλέποντας τον Θάνατο να πλησιάζει (ή τον Χρόνο της να τελειώνει, όπως προτιμούμε ματαιόδοξα να λέμε) ζει ξανά τη ζωή της μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου της και με το ίδιο το νόημα της ζωής στο πλάι της. Τι κι αν το βρήκε αργά, τι κι αν δεν το έβρισκε. Έζησε κι αυτή το παρόν, έγραψε το μέλλον της, αναπολεί το παρελθόν που η ίδια δημιούργησε και τελικά οριοθέτησε (ως ένας ακόμη θνητός άνθρωπος) την αιωνιότητα και τη “παντοτινότητα” στη διάρκεια μιας ζωής, όπου και έχει νόημα.
Κι αν υπάρχει κάτι που κάνει αυτό το φιλμ ένα συγκλονιστικό αριστούργημα, είναι η ίδια η αδυναμία του Fincher, του μοναδικού στον κινηματογραφικό πλανήτη που τόλμησε μια τόσο υπερβατική ευθεία αναλογία του Χρόνου με τον Θάνατο προκειμένου να διηγηθεί μια ερωτική ιστορία, να ξεφύγει από τα όσα περιβάλλουν την ιστορία αυτή. Το προσπαθεί ως το τέλος χωρίς να τα καταφέρνει και εκεί που για δυόμιση ώρες νομίζεις πως έχεις δει ένα αποστασιοποιημένο και συναισθηματικά κλινικό φιλμ που σπουδάζει τον Χρόνο και δεν χωρά καρδιακές συγκινήσεις, εκείνο το βλέμμα αναγνώρισης του Μπάτον (περίπου όπως το «φυσιολογικό» μωρό ενστικτωδώς αναγνωρίζει την μητέρα του στις πρώτες του ματιές) στην Ντέιζι λίγο πριν κλείσει τα μάτια του για πάντα, είναι εκεί για να σου σμπαραλιάσει την καρδιά και να στείλει στο μνημονικό σου άλλη μια συγκλονιστική στιγμή για να μηρυκάζεις.

10 comments:

lt.aldo raine said...

κρατάω κάτι που είπε ένας έλληνας κριτικός....

"η ζωή του Μπέντζαμιν Μπάτον μπορεί να κρατάει{μονο}160 λεπτά αλλα θα την θυμάσαι για μια ολόκληρη ζωή.

ΠΑΝΟΣ said...

Ναι, κάτι τέτοιο. Όταν είχα δει πρώτη φορά την ταινία δεν μου είχε πει και πολλά, εκτός φυσικά ότι μου είχε διαλύσει τους δακρυγόνους αδένες εκεί προς το τέλος. Πριν την ξαναδώ ευτυχώς είχα συνειδητοποιήσει τι είχα δει και τι επρόκειτο να επαναληφθεί.

nonickname said...

Λατρεία...(και πολλά,πολλά δάκρυα)

ΠΑΝΟΣ said...

Καλά είσαι...

Anonymous said...

Ωραίο κείμενο και συμφωνώ. Αν κάτσω να σκεφτώ όλες εκείνες τις στιγμές "όπου το παρόν γίνεται παρελθόν και δεν προλάβαμε να αγγίξουμε, να μιλήσουμε, να νιώσουμε κάποιον, να πάρουμε μια διαφορετική απόφαση, να ζήσουμε το πάθος πριν τη λογική" το κεφάλι μου απλά θα εκραγεί. Πραγματικά αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να γίνει εμμονή, ίσως και καταστροφική.
Για την ταινία χρειάζομαι μία 2η προβολή σίγουρα αλλά τη θεωρώ σπουδαία ταινία πρότι δεν με ικανοποίησε πλήρως. Ειδικά μετά το Zodiac οι προσδοκίες μου είχαν ξεπεράσει και αυτές του ίδιου του Fincher. Ίσως να φταίει και αυτό

W. said...

Τελικά παραείμαι σκληραγωγημένος :P

theachilles said...

Διαβάζοντας το κείμενό σου, κατάλαβα το εξής απλό πράγμα: όταν κάποιος αγαπάει μια ταινία όσο εσύ το Button, είναι ικανός με ένα μικρό κείμενο να μαγέψει. Συγχαρητήρια για το καλύτερο κείμενό σου και ένα από τα καλύτερα που διάβασα στη blogoσφαιρα.

Βέβαια, μπορεί να λατρεύω να διαβάζω συνέχεια το κείμενό σου, δεν άλλαξε η γνώμη μου όμως για την ταινία. Διαφωνώ με όσους τη μίσησαν παρομοιάζοντάς την με ταινιάκια τύπου Forrest Gump (αν και αντιλαμβάνομαι ότι ο Fincher έδωσε δικαιώματα). Πάντως, είναι αναμφισβήτητα μεγάλη πτώση από το Zodiac, την μεγάλη αμερικανική ταινία της δεκαετίας μας.

Τα πολύ όμορφα που γράφεις, δεν τα εντοπίζω στην τελική ταινία, παρά μόνο σε επίπεδο προθέσεων και απλών ιδεών (όχι ότι είναι λίγο αυτό, αλλά απέχει από το να καταξιώσει την ταινία ως αριστούργημα στο μυαλό μου).

"Κάθε ζωντανό ον στον άλλοτε μίζερο κι άλλοτε εξαιρετικά συναρπαστικό πλανήτη μας κουβαλάει πάνω του ένα ρολόι. Ένα ελαφρώς χαλασμένο ρολόι αφού άλλο μετράει γρήγορα κι άλλο αργά"

Καταπληκτιή φράση και μεγάλη αλήθεια για τη ζωή μας. Ωστόσο, το είδα πολύ περισσότερο στο All the real girls ας πούμε, παρά στο Button που η φόρμα του ήταν πνιγμένη σε μια συμβατική αφήγηση, χωρίς να αφήνει τις στιγμές να ανασάνουν, χωρίς να μας αφήσει να βαρεθούμε κάπου κάπου, για να ερωτευτούμε κάπου αλλού (κάτι που η ταινία του Green το έκανε περίφημα).

Συμφωνώ πάντως ότι τα βλέμματα του Pitt ήταν αρκούντως συγκλονιστικά, ενώ η σκηνή του βραδινού χορού της Daisy είναι δείγμα γραφής ενός μεγάλου εστέτ και μου έφερε στο νου τις πιο ρομαντικές στιγμές του Minneli.

ΠΑΝΟΣ said...

Zamuc,
η ζωή μας περνάει ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Και, δυστυχώς, είναι περισσότερο άθροισμα χαμένων ευκαιριών παρά άμεσων αποτελεσμάτων των επιλογών μας. Προτιμούμε να μην φέρνουμε στο νου όσα αφήνουμε πίσω μας (για να μην "εκραγεί" το κεφάλι μας όπως πολύ σωστά λες), ωστόσο έτσι εκείνη ορίζεται και όσοι λοξοδρομήσουν βρίσκονται πνιγμένοι στις εμμονές (κάτι που απολαμβάνω προσωπικά, αν είναι να καταστραφώ από κάτι, ας είναι από κάτι που με στοιχειώνει). Εμένα με βοήθησε η δεύτερη προβολή να δω όσα μίλησαν μέσα μου στο διάστημα από την πρώτη και τίποτα παραπάνω και φυσικά είδα κι εγώ το φιλμ με τις αντίστοιχες προσδοκίες. Ευχαριστώ που διαβάζεις και για το σχόλιο.

Costello,
φίλε μου, είαι χοντρόπετσος, χεχε ;)

Αχιλλέα,
WOW. Ευχαριστώ πολύ για όσα λες για το κείμενο, μου ήρθε λίγο ξαφνικό :)
Ξέρεις, είναι λίγο περίεργο, γιατί αγαπώ το φιλμ ακριβώς για όσα όλοι το αφήνουν πίσω τους. Για την Gump γραφή του σεναρίου που προσπάθησε να ξεπεράσει ο σπουδαίος Fincher, για τις συμβάσεις που χώρεσε οσκαρλάγνος πλεόν και ο ίδιος αλλά δεν κατάφερε να καταστρέψει μια ερωτική ιστορία σαν κι αυτή, για την αποτυχία του να θέσει το ζήτημα της επίδρασης του Χρόνου στη ζωή μας ως δευτερεύον στο φιλμ και να πνιγεί από αυτό. Στο φιλμ ανάσανα, απλώς άργησα λιγάκι. Και ενδεικτικό του ότι κάτι συνέβαινε εκεί μέσα σταθερά για δυόμιση ώρες και αδυνατούσα να το εντοπίσω είναι το γεγονός ότι βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση στο τέλος, μη μπορώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου (το ίδιο και την δεύτερη φορά) και οφείλεις να παραδεχτείς ότι δεν ήταν εκβιαστικό το φιλμ σε αυτό το σημείο, σωστά;
Ο Πιτ ήταν απίθανος, ναι. Αυτά τα βλέμματα. Δεν είχε άλλα περιθώρια άλλωστε να ερμηνεύσει αυτό το πραγματικό στοίχημα.
Μα ναι! Άρκως Μινελλικό, ακόμα ψαχνόμουν τι με τσιμπούσε σε όλη τη σκηνή!!! Άψογος!

Unknown said...

Δεν θα μπω στο πετσί του ρόλου - του θερμού σου, de profundis διαισθάνομαι, κειμένου. Δεν με παίρνει, ίσα που τη βγάζω αυτό τον καιρό, δε με παίρνει.

Κρατάω σφιχτά την έννοια και το αίσθημα που εγγυάται ένας που αγαπά - έναν άνθρωπο, μια ματιά, ένα έργο - οι "κριτικοί" εξορίστηκαν χρόνια από γύρω μου.
Ακόμα και η τιμή της αναφοράς σου στο πρόσωπό μου, υπολείπεται αυτού...

ΠΑΝΟΣ said...

Ηλία,
ευχαριστώ που διάβασες πρώτα απ' όλα και φυσικά για όσα μου γράφεις. Διαβάζοντας το κείμενό σου, όπως ξέρεις, μου ήρθαν όλα. Οπότε...
Ωραίο να λειτουργείς και στο σινεμά με την καρδιά, ε;