Tuesday, October 16, 2007

The Brown Bunny (2003), του Vincent Gallo


Είναι περίεργος τύπος ο Βίνσεντ Γκάλο. Είναι πολύ περίεργος.
Ο Βίνσεντ Γκάλο είναι ένας τύπος που πουλάει το σπέρμα του για 1 εκατομμύριο δολλάρια και για άλλα τόσα σε γκαστρώνει ο ίδιος, υπερηφανευόμενος για τη γονιδιακή του κληρονομιά που περιορίζει σε ένα ζευγάρι μπλε μάτια και σε περίσσευμα φαλλικών εκατοστών.
Ο Βίνσεντ Γκάλο όμως είναι και πρωταγωνιστής στην αριστουργηματάρα του ΚουστουρίτσαArizona Dream”, δημιουργός του “Buffalo 66”, ένας γοητευτικός ρόλος στο “Trouble Every Day” της Claire Denis.
Και ο Δημιουργός του The Brown Bunny. Και ως τέτοιο, θα τον λατρεύω για πάντα, μιας και δεν πρόκειται ποτέ να με γαμήσει κανείς για να ασχοληθώ με αγοραπωλησίες σπέρματος και το πέος του γιου μου.
Eίπαμε λοιπόν, Δημιουργός του The Brown Bunny. Με Δέλτα κεφαλαίο, Πλήρης. Σύλληψη και υλοποίηση: Σενάριο, σκηνοθεσία, παραγωγή, σχεδόν αποκλειστικός στόχος της κάμεράς του, επιμέλεια μουσικής και ρούχων, μοντέρ. Ιδιοφυές! Η ολοκληρωτική ευθύνη στα μάτια του θεατή μετατοπίζεται και πέφτει στον Γκάλο! Γιατί περί ευθύνης πρόκειται.

Ο Bud Clay είναι μοτοσυκλετιστής και μετά τον τελευταίο του -χαμένο- αγώνα, πρέπει να ταξιδέψει 5 μέρες για την Καλιφόρνια όπου θα δώσει τον επόμενο. Στον δρόμο του θα γνωρίσει κάποιες γυναίκες, θα τους ζητήσει να τον συντροφεύσουν μόνο για να τις παρατήσει στην επόμενη γωνία, μετά από μια μικρή βόλτα, μετά από ένα απροσδόκητα κακό γαμήσι –αν έφταναν ως εκεί. Το τυπικό αρχή-μέση-τέλος απλά πάει στον αγύριστο.


Στο σύμπαν του Γκάλο το σινεμά της ψυχής θριαμβεύει πάνω από το σινεμά της φόρμας, μια φόρμα που οριοθετείται αυστηρά ανάμεσα στη συνεχή εναλλαγή προφίλ-ανφάς-προφίλ στον ίδιο και στην σκληρή αποτύπωση με γερή δόση κόκκου στην εικόνα, προϊόν μηδενικής φροντίδας και στοργής. Το δούναι και λαβείν τηρείται δηλαδή υπό δικαιοσύνη ακλόνητη.

H αρχική σκηνή του φιλμ είναι ο δραματουργικός πυρήνας του, ο μύθος και το επιμύθιο: Ο μοτοσυκλετιστής Bud Clay στην πιο συνηθισμένη ασχολία του. Η μηχανή να γυρίζει ατελείωτα την κυκλική πίστα, η αρχή να γίνεται τέλος, το τέλος αρχή και εκείνος κυνηγά τον εαυτό του, τον χρόνο, που κανείς δεν μπορεί να νικήσει παρά μόνο αν τον οριοθετήσει (ποιος θα καλύψει πιο γρήγορα τα χιλιόμετρα της πίστας - ο χρόνος γίνεται εκούσια χώρος για να διατηρήσουμε την ψευδαίσθηση ότι παίζουμε μαζί του) και τους υπόλοιπους παρανοήσαντες (σε σχέση με τον χρόνο) με τρόπο τέτοιο, ώστε να καλύπτεται η ακόρεστη όρεξη του ανθρώπου για προσχηματική αγωνία (της πρώτης θέσης). Ο σκηνοθέτης Γκάλο επιμένει σε αυτή την σκηνή τραβώντας την σε διάρκεια, φέρνοντας σε κύκλο και την (κινηματογραφική) μηχανή του (το ίδιο δηλαδή που κάνει και ο ηθοποιός Γκάλο με την δική του μηχανή), εστιάζοντας μόνιμα στον... εαυτό του. Ο αγώνας τελειώνει, ο Κλέι μένει έξω από την πρώτη θέση και ετοιμάζεται για την επόμενη σειρά κύκλων.

Οι γυναίκες στο φιλμικό κόσμο του Γκάλο (πιθανώς και στον πραγματικό του, αλλά αυτό λίγο μας ενδιαφέρει) είναι μαριονέτες. Τις παίζει στα χέρια του, τις διαλέγει. Έχουν όλες ονόματα λουλουδιών, είναι γυναίκες «μαραμένες», σκυφτά λουλούδια στο φόντο της ερειπωμένης αμερικανικής επαρχίας, που πανέξυπνα διαλέγει για να ξεδιπλώσει την ιστορία του. Όνομα λουλουδιού έχει όμως και η Daisy, ο μεγάλος του έρωτας, η γυναίκα που έχασε (χωρίς να ξέρουμε τον λόγο) και που τριγυρνάει στο μυαλό του, το μονοπωλεί, αλλοιώνοντας το χωροχρονικό του περιβάλλον, σπρώχνοντάς τον σε αυτή την απελπισία. Τις παίρνει μαζί του για να τις παρατήσει πιστεύοντας τυφλά σε μια ψευδαίσθηση πως με την ταπείνωση του άλλου θα επέλθει και η δική του κάθαρση ή γιατί όλες του οι αναμνήσεις ζωντανεύουν και στοιχειώνουν κάθε απόπειρα αναζήτησης της λυτρωτικής ηδονής του, στήνοντάς του ένα παιχνίδι που τον συνθλίβει συναισθηματικά;

Ποιος ξέρει; Σημασία έχει το μοτίβο του. Τις παίρνω - τις αφήνω. Και ο ίδιος, καταραμένος να ζει συμπτωσιακά την κυκλική επανάληψη της πίστας και στη ζωή του, ψάχνει την εκτόνωσή του, την απόλυτη διαγραφή που ίσως πετύχει στο μυαλό και μόνο, αφού ο εγκέφαλος ανάμεσα στα στήθια του μιλάει δυνατότερα και το όνομά της –Ντέιζι- ακούγεται καθαρά και δεν ηχεί παρόμοια με το Βάιολετ ή το Λίλυ στο ελάχιστο.

Ο ίδιος ο Γκάλο είναι υποχρεωμένος να υπομένει το οξύμωρο του εκτιθόμενου νάρκισσου, του απογυμνωμένου βασιλιά, προϊόν συνεχούς άστοχης κριτικής και ανάγνωσης, αφοριστικής διάθεσης, ενίοτε και βλακείας. Αυτό το τελευταίο δεν μας ενοχλεί και τόσο. Στο εξαιρετικό του κείμενο ο Ηλίας Φραγκούλης γράφει: «Ο Κλέι δεν παριστάνει τον επαναστάτη και η μοναδική αιτία που τον κάνει ξεχωριστό είναι η αγάπη του για τη Ντέιζι. Ούτε τσιτάτα, ούτε πόζα, ούτε στάση ζωής για κοπιάρισμα από το hype. Τη μοναξιά του, βλέπεις, δε θα τη ζήλευαν πολλοί.»... Ο χαρακτήρας του κινείται σαν φάντασμα στο οπτικά αραχνιασμένο σελλυλόιντ, ένας ζωντανός νεκρός με καρδιά απόλυτα δοσμένη, πρώτα όμως στον εαυτό του, ένας εγωπαθής loser που αδυνατεί, ειρωνικά και τραγικά, ακόμα και να συγχωρέσει τον εαυτό του.

Καμία λύτρωση, κανένα περιθώριο, καμιά επιλογή, μόνο σκοτάδια, γυμνή αλήθεια και πόνος. Στο The Brown Bunny ο χρόνος δεν περνάει, αλλά βιώνεται αντικειμενικά, νιώθεις την παρουσία του και την επίδρασή του. Καρδιά και μυαλό αμαχητί παραδωμένα λοιπόν στο καλλιτεχνικό επίτευγμα του Γκάλο (καλλιτεχνικό εξ’ ορισμού ως στοιχειώδης φιλμική ύπαρξη και επίτευγμα ως μία κόντρα ταινία, διαλέγοντας δύσκολα μονοπάτια και διατηρώντας μια στάση ανελέητα επιθετική προς τον θεατή). Αλλά όλα αυτά μέχρι το οδυνηρά εκστατικό φινάλε, αυτό το παράδοξο της downwards κορύφωσης, με την εκτονωτική βουτιά στα μαύρα σκοτάδια της ψυχής, στο κενό και τη θλίψη του χαμένου έρωτα, της χαμένης ζωής, της σπαρακτικής και αβάσταχτης απώλειας, που αντίθετα με τα φαινόμενα και σύμφωνα με την άκρατα εγωιστική φύση του ανθρώπου αποτελούν την απόλυτη λύτρωση του αντι-ήρωα.

Προετοιμαστείτε για το The Brown Bunny. Πάρτε μαζί τον εαυτό σας ολοκληρωτικά, όλες σας τις αναμνήσεις, όλα τα κομμάτια της καρδιάς σας που μοιράσατε από ‘δω κι από ‘κει. Για όλες τις στιγμές που μας θυμίζουν ότι είμαστε άνθρωποι, για κάθε λεπτό που η ταινία του Γκάλο θα μου προκαλεί έναν μικρό πόνο στην καρδιά, για κάθε δάκρυ που άφησα πίσω μου, για κάθε Daisy, Lilly, Rose, Violet, το The Brown Bunny θα είναι πάντα η πρώτη ταινία στην καρδιά μου, μια ατομική βόμβα στο δήθεν, η συγκλονιστικότερη φιλμική εμπειρία που έχω ζήσει, πέρα από κάθε κριτική. Δείτε το, όχι έστω, αλλά μία και μόνο φορά κι αφήστε στο να σας στοιχειώνει για πάντα.

6 comments:

theachilles said...

Πολύ απλά ό,τι καλύτερο έχεις γράψει κατά την ταπεινή μου γνώμη. Και το θεωρώ φυσικό επακόλουθο του προσωπικού αντίκτυπου που άφησε η ταινία.

Όντως μεγάλο το επίτευγμα του Gallo, να αποτυπώσει το ταξίδι ενός άντρα στο μυαλό και στην καρδιά του. Ο Θεός μπορεί να τον συγχωρέσει, ο ίδιος όμως αδυνατεί (όπως λέει και ένα αγαπημένο μας τραγούδι). Αναμενόμενη και η επίθεση των κριτικών στον Δημιουργό (με κεφαλαίο, όπως θες) οι οποίοι πέσανε στην παγίδα του και τον χαρακτήρισαν χωρίς δεύτερη σκέψη ναρκισσιστή. Μα καλά, άλλη ταινία έβλεπαν; Ωστόσο, επιμένω στην άποψη μου για το φινάλε. Αν δε διαβάζω λάθος, συμφωνείς και συ πλέον;

zubizabata said...

Τυπικό θύμα της μονομανίας του τύπου. Ταινιάρα over the hype.

Αλλά και Νάρκισσος.

Ώστε από 'κει ήταν αυτή η φωτό του blog σου (πέρα απ' την ταινία κι αυτό μ' είχε στοιχειώσει...)

ΠΑΝΟΣ said...

Καλησπέρα.

Αχιλλέα,
ευχαριστώ πολύ.
Ξέρεις πόσο αγαπάω αυτό το φιλμ (που δνε πρόκειται να δω πο΄τε ξανά στη ζωή μου). Όμως κάνεις λάθος, δεν βρίσκω στο κείμενο πως έβγαλες το συμπέρασμα ότι άλλαξα γνώμη. Στο The Brown Βunny υπάρχει λύτρωση φίλε μου. Αντισυμβατική, αλλά υπάρχει.

Ζούμπι,
Νάρκισσος ε;

night blue said...

kati san homme fatal o typos?

Mipws omws ayti i wraia tainia anaparista polu apla tin istoria enos goiteytikou malaka pou to mono pou kanei einai dystyxismenous tous allous kai fysika tis gynaikes?

night blue said...

ama den itan toso apelpistika wraios tha sas elega egw-polu artistique tainia gia to tipota nomizw-ergo texnis me kanena noima. Den vgaineis pio sofos apo ayti tin tainia. Isws kavlwmenes oi gynaikes :-)

ΠΑΝΟΣ said...

Vain,
ναι, αυτό κάνει. Προσπαθεί να ξεφύγει από την δυστυχία του με κάθε τρόπο. Είναι χαμένος, το είπαμε σίγουρα. Τώρα αν καταφέρνει μόνο να κάνει δυστυχισμένους και τους άλλους, λίγο τον νοιάζει έτσι εγωιστικά που σκέφτεται. Είναι πέρα για πέρα σκατένιος σαν κινηματογραφικός χαρακτήρας, γι' αυτό και τόσο αληθινός.
Απελπιστικά ωραίος; Ναι, μάλλον είναι. Πιο σοφός δεν με ενδιέφερε ποτέ να βγω από μια ταινία. ΜΕ ενδιαφέρουν κυρίως οι ταινίες που μιλούν στην καρδιά μου. Χαίρομαι που την έχεις δει.