Το κείμενο που ακολουθεί είναι εμπνευσμένο από την εξαιρετική ματιά του φίλου Ηλία Δημόπουλου στο φιλμ, όπου συνόψισε με ενοχλητική ευστοχία την αντίστοιχη προσωπική του υπογράφοντος σε αυτό. «Θεού θέλοντος και Καιρού επιτρέποντος», έλεγαν οι παλιότεροι.
Κάθε ζωντανό ον στον άλλοτε μίζερο κι άλλοτε εξαιρετικά συναρπαστικό πλανήτη μας κουβαλάει πάνω του ένα ρολόι. Ένα ελαφρώς χαλασμένο ρολόι αφού άλλο μετράει γρήγορα κι άλλο αργά (βασανιστικά ή προς τέρψιν μιας ευτυχισμένης ζωής, αυτό έχει πολύ μεγάλη βιολογική, φιλοσοφική και κοινωνιολογική σημασία, αλλά είναι εκτός των στόχων του παρόντος κειμένου), πάντοτε όμως προορισμένο, με την υποχονδριακά προσεκτική, την κάκιστη ή την στοιχειωδώς καλή του συντήρηση, να κολλήσει τους δείκτες του για πάντα. Το στοίχημα τούτης της θλιβερά μικρής ή βαμπιρικά μεγάλης περιπλάνησης είναι να κερδίσουμε στα σημεία τον αντίπαλο πριν αυτός δεδομένα μας ρίξει στο καναβάτσο. Να προλάβουμε με την καρδιά μας να κλέψουμε εκείνες τις στιγμές που αργότερα θα φυλάξουμε στο μυαλό μας για πάντα (και εκεί είμαστε, ευτυχώς, θριαμβευτές), έναν μηρυκασμό δηλαδή: Απ’ το μυαλό για λίγο στην καρδιά, ένα χαμόγελο στο πρόσωπο και πίσω στο σεντούκι του μνημονικού. Και κάπως έτσι περνάνε οι ζωές όλων.
Ο Χρόνος δεν είναι σαρωτικός γιατί οδηγεί έναν προδιαγεγραμμένο βηματισμό προς τον Θάνατο, αυτό θα ήταν απαράδεκτα μοιρολατρικό. Ο Χρόνος είναι αμείλικτος μόνο για το μικρό εκείνο διάστημα, την στιγμή εκείνη, όπου το παρόν γίνεται παρελθόν και δεν προλάβαμε να αγγίξουμε, να μιλήσουμε, να νιώσουμε κάποιον, να πάρουμε μια διαφορετική απόφαση, να ζήσουμε το πάθος πριν τη λογική. Για τον λόγο αυτό άλλωστε μια εξαιρετική σπουδή στην έννοια και την επίδραση του Χρόνου σαν τούτη εδώ γίνεται εμμονοληπτική. Όλες όμως εκείνες οι αντιθέσεις που είναι η μήτρα της ανθρώπινης φύσης (η μίζερη ή συναρπαστική οπτική του κόσμου, η αξιολόγηση των στιγμών) ενώνονται υπό μια οικουμενική αλήθεια για την πραγματική ζωή του ανθρώπου, όπως αυτή πορεύεται: Από τον Έρωτα εκκινεί και στον Θάνατο καταλήγει, οτιδήποτε κι αν συμβεί ενδιάμεσα.
Η ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον είναι παράξενη απλώς γιατί αυτός γεννιέται με συνθήκες διαφορετικές: Με ένα γερασμένο σώμα ως παιδί και με ένα μωρουδιακό λίγο πριν τον φυσιολογικό του θάνατο, ωστόσο και τούτη η ζωή οδηγείται από την μεγάλη οικουμενική αλήθεια της εκκίνησης και της κατάληξής της. Όπως ο καθένας, έτσι και ο Μπέντζαμιν επιλέγει να ζήσει την (παράξενη) ζωή του όπως εκείνος θέλει (αλλά και όπως εκείνη του επιτρέπει). Και, ευτυχώς, ζει το τώρα αδιαφορώντας για το νόημα μιας ζωής που, ούτως ή άλλως, είναι μάλλον σύντομη. Από την αρχή ως το τέλος ή, εν προκειμένω, από το τέλος ως την αρχή. Πριν ο Fincher γεμίσει με ιστορίες κάτω από την ομπρέλα της χρονοϊστορίας του το φιλμ, πριν εγκλωβιστούμε μαζί με τον εκπληκτικό Μπραντ Πιτ σε βλέμματα απορίας, έχει φροντίσει να παραδοθεί στον Χρόνο, βαδίζοντας επικίνδυνα σε μια μοιρολατρική γραμμή: Ο ωρολογοποιός που φτιάχνει ένα ρολόι του οποίου οι δείκτες γυρνούν ανάποδα και ύστερα αποσύρεται στη γνώση του ότι ο Χρόνος δεν σταματά, πόσω μάλλον δεν γυρνά πίσω κατά βούληση. Και μαζί με αυτόν ούτε οι νεκροί του, ούτε οι μοναδικές στιγμές που πήρε στο φευγιό του. Και γι’ αυτό η γερασμένη Ντέιζι βλέποντας τον Θάνατο να πλησιάζει (ή τον Χρόνο της να τελειώνει, όπως προτιμούμε ματαιόδοξα να λέμε) ζει ξανά τη ζωή της μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου της και με το ίδιο το νόημα της ζωής στο πλάι της. Τι κι αν το βρήκε αργά, τι κι αν δεν το έβρισκε. Έζησε κι αυτή το παρόν, έγραψε το μέλλον της, αναπολεί το παρελθόν που η ίδια δημιούργησε και τελικά οριοθέτησε (ως ένας ακόμη θνητός άνθρωπος) την αιωνιότητα και τη “παντοτινότητα” στη διάρκεια μιας ζωής, όπου και έχει νόημα. Κι αν υπάρχει κάτι που κάνει αυτό το φιλμ ένα συγκλονιστικό αριστούργημα, είναι η ίδια η αδυναμία του Fincher, του μοναδικού στον κινηματογραφικό πλανήτη που τόλμησε μια τόσο υπερβατική ευθεία αναλογία του Χρόνου με τον Θάνατο προκειμένου να διηγηθεί μια ερωτική ιστορία, να ξεφύγει από τα όσα περιβάλλουν την ιστορία αυτή. Το προσπαθεί ως το τέλος χωρίς να τα καταφέρνει και εκεί που για δυόμιση ώρες νομίζεις πως έχεις δει ένα αποστασιοποιημένο και συναισθηματικά κλινικό φιλμ που σπουδάζει τον Χρόνο και δεν χωρά καρδιακές συγκινήσεις, εκείνο το βλέμμα αναγνώρισης του Μπάτον (περίπου όπως το «φυσιολογικό» μωρό ενστικτωδώς αναγνωρίζει την μητέρα του στις πρώτες του ματιές) στην Ντέιζι λίγο πριν κλείσει τα μάτια του για πάντα, είναι εκεί για να σου σμπαραλιάσει την καρδιά και να στείλει στο μνημονικό σου άλλη μια συγκλονιστική στιγμή για να μηρυκάζεις.