Μια όμορφη κλεπτομανής με σκοτεινό παρελθόν έρχεται αντιμέτωπη με αυτό όταν καταλήγει παντρεμένη με ένα από τα θύματά της.
Το 1964, στη δύση της καριέρας του, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παραμένει ένας πολύ μεγάλος δημιουργός. Στην, μάλλον άνιση, Μάρνη θα παραθέσει όλο του το οπλοστάσιο. Την αναμφισβήτητη σιγουριά με την οποία τέμνονται οι σκηνές του, την επιδέξια κίνηση της κάμερας, τον μοναδικό του τρόπο να κάνει τη δράση να εκκρεμεί διαρκώς (το πασίγνωστο χιτσκοκικό σασπένς), την έντονη παρουσία της μουσικής του μόνιμου συνεργάτη του Μπερνάρ Χέρμαν, αλλά και την προσήλωσή του στους κώδικες του κλασικού χολυγουντιανού κινηματογράφου.
Εδώ λοιπόν ο μαέστρος δεν επικεντρώνεται στην πολλαπλή ταυτότητα της ηρωίδας της Τίπι Χέντρεν (όπως στον Δεσμώτη του Ιλίγγου), αλλά ενδιαφέρεται περισσότερο για την ψυχαναλυτική πλευρά της ιστορίας (πιο κοντά στο Ψυχώ - άλλωστε η «Μάρνη» επρόκειτο να ακολουθήσει αρχικά το Ψυχώ, με την Γκρέις Κέλλυ μάλιστα στον πρωταγωνιστικό ρόλο). Η Μάρνη είναι μια σεξουαλικά ψυχρή κλεπτομανής και αυτή της η ψυχική ανωμαλία έχει να κάνει με την τραυματική της μνήμη. Η περίεργη συμπεριφορά της σχετίζεται με μία εμπειρία από την παιδική της ηλικία που καταπιέστηκε, αλλά τελικά εκδιώχθηκε μόνο από το συνειδητό, και όχι από τον απέραντο «αποθηκευτικό χώρο» του υποσυνειδήτου. Αλλά αν στο Ψυχώ οι ψυχολογικές προεκτάσεις εντάσσονταν αρμονικά στην όλη ατμόσφαιρα και στο σασπένς, εδώ κάπου χάνουν το ενδιαφέρον τους και πλατειάζουν κάνοντας συχνά την ταινία να ακροβατεί στα όρια του χολυγουντιανού ρομάντζου.
Μοιραία, λοιπόν, η Μάρνη χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο (και καλύτερο), ο Χίτσκοκ στήνει το παιχνίδι και παραδίδει μαθήματα καθαρού κινηματογράφου (pure cinema). Ρίχνει συνεχώς στοιχεία στον θεατή και αφηγείται την ιστορία του πρωτίστως με εικόνες, στημένες στην εντέλεια. Η κάμερα κάνει θαύματα και η σκηνή της ληστείας στο χρηματοκιβώτιο εντάσσεται άνετα στην ανθολογία της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη. Εμφανείς είναι και οι επιρροές από το γερμανικό εξπρεσιονισμό (που πάντα διέτρεχε το έργο του), με τα χρώματα, το φωτισμό αλλά και τα σχεδιασμένα ντεκόρ να δηλώνουν βροντερό παρόν.
Το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στην ιστορία και στην προσπάθεια του Μαρκ να επωμιστεί το διπλό ρόλο του αφοσιωμένου συζύγου και του αποστασιοποιημένου ψυχαναλυτή. Τα πολλά διαλογικά μέρη φανερώνουν μια αμηχανία του Χίτσκοκ να χειριστεί το θέμα του στις σοβαρές, μη παιχνιδιάρικες, στιγμές του, η οποία δυστυχώς μεταφέρεται και στο θεατή ο οποίος θα δει το μυστήριο να ξεδιαλύνεται ολοκληρωτικά και πολύ πιο άνευρα από ότι θα περίμενε από το όνομα του δημιουργού. Όμως οι δυνατές ερμηνείες του διδύμου Κόνερυ – Χέντρεν, αλλά και της Λουίζ Λαθάμ (στο ρόλο της μητέρας της Μάρνη) σώζουν καταρχήν την παρτίδα, ενώ το οριστικό συγχωροχάρτι θα δοθεί με την τελευταία σκηνή – κλείσιμο του ματιού του σπουδαίου αυτού σκηνοθέτη. Μια μονολεκτική απάντηση, εκφερόμενη φλεγματικά από τον Μαρκ υπό τους ήχους του παιδικού τραγουδιού, θα αφήσει να εννοηθεί ότι ίσως τίποτα να μην έχει τελειώσει και οι δαίμονες μέσα μας δεν παραδίνονται τόσο εύκολα.
Το κείμενο είναι του φίλου μου Αχιλλέα Παπακωνσταντή.
3 comments:
Είσαι τυχερός που δεν έχω δει την ταινία πρόσφατα ώστε να προχωρήσω σε μια παράγραφο προς παράγραφο ανασκευή των όσων εξωφρενικών γράφεις αιρετικέ μου φίλε.
Στέκομαι στα εξής:
-Η ταινία δεν είναι άνιση και δεν χωρίζεται σε δύο μέρη, τουλάχιστον με την έννοια που το θέτεις εσύ. Υπάρχει μια ενότητα ύφους και οι όποιες διαφοροποιήσεις είναι συνέπεια της πλοκής και όχι κάποιας αμφιθυμίας από την πλευρά του Χιτς.
-Διαφωνώ στην προσέγγισή σου για τον χαρακτήρα του Κόνερυ. Ο δαιμόνιος Χιτς τον κριτικάρει υπόγεια σε σημείο που τον βάζει να βιάζει την ηρωίδα στη σκηνή του πλοίου. Κάθε άλλο παρά για πρότυπο ιδανικού άντρα και εραστή πρόκειται, παρά για άλλον έναν που θέλω να επικυριαρχήσει επί της Marnie.
-Αδυνατώ να καταλάβω τις αιτιάσεις σου περί υπερβολικών διαλόγων και χολυγουντιανού ρομάντζου (το τελευταίο με έβγαλε από τα ρούχα μου). Ο Χιτς επιτυγχανει μια οξύτατη κριτική της πατριαρχίας βάζοντας μια κουστωδία αρσενικών να επιβουλεύονται την πληγωμένη και ανεξάρτητη Marnie, το ρομάντζο είναι ανύπαρκτο. Θα σου έγραφα και διάφορες χαρακτηριστικές σκηνές αλλά έχουν περάσει πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που είδα την ταινία και αδυνατώ να γίνω πιο συγκεκριμένος.
Συμφωνώ με το έξοχο σχολιό σου, όμως, για το φινάλε. Τα κοριτσάκια που παίζουν αμέριμνα στο δρόμο δεν αποκλείεται να αποτελέσουν τις Marnie του μέλλοντος.
Το τελευτάιο αριστούργημα του Hitch.
Έτσι μαχητικέ μου Γιώργο, ήρθε η ώρα να διαφωνήσουμε λιγουλάκι και μεις. Για τη σκηνή του βιασμού το παρασκήνιο είναι μεγάλο, οι σεναριογράφοι φεύγαν και έρχονταν ακριβώς λόγω της διαφωνίας για το πως θα παρουσιαζόταν εκεί ο Μαρκ. Πάντως, αν δεν είναι αυτός το πρότυπο του ιδανικού άντρα, τότε ποιος; Θα μπορούσε να την κυνηγήσει, να τη βρει, να πάρει πίσω τα λεφτά του και να φύγει στην ησυχία του. Αυτός όμως άλλαξε σε σημαντικό βαθμό τη ζωή του, ρίσκαρε πολλά, και στο τέλος μέχρι και τον ψυχαναλυτή έκανε - όλα για την αγάπη προς την Μάρνη. Ω, τι ρομαντικό!! Πέραν του χιούμορ όμως, η ταινία μου αρέσει και μένα πολύ και το κείμενο μου ελπίζω να το κάνει να φαίνεται.
Φίλε μου, από συνέντευξη του Χιτς που έχω διαβάσει, ο τρόπος παρουσίασης του Μαρκ ήταν πολύ συγκεκριμένος με ακόμη οξύτερη την εν λόγω σκηνή. Βέβαια το κρυφτούλι με τη λογοκρισία οδήγησε σε μια έμμεση, πλην σαφή, λύση. Δεν σχημάτισα εξίσου θετική εικόνα για τον Μαρκ, οπότε καταλαβαίνεις ότι δεν είδα την ταινία ως ρομάντζο. Ο Μαρκ, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο ενδιαφερόταν να αποκτήσει την Marnie παρά να την βοηθήσει (αν και σιγά σιγά, όπως σωστά λες, αλλάζει η στάση του).
Post a Comment